Μετάφραση: Νάνσυ Αγγελή
Πρόλογος: Άννα Κρόου
**
Find the book here
Στο ποίημά της «Το φεγγάρι και η άνοιξη» η Τερέζα Κολόμ καταλήγει στην εξής παρατήρηση:
κι όταν τα πουλιά την άνοιξη ή τις ηδονές
μου διασκεδάζουν
κι ας είναι μούσες ποιητών
επιλέγω να μη γράψω
Εδώ ακριβώς έγκειται αυτό που κάνει την Τερέζα Κολόμ τόσο καλή ποιήτρια, στον τρόπο με τον οποίο καταβυθίζεται στον φυσικό κόσμο, παρατηρώντας όλα τα πλάσματα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου είδους, καθώς και τις αλλαγές στον κύκλο της ζωής, και καταγράφοντάς τα όλα με μεγάλη ακρίβεια. Το συστατικό αυτό καθιστά την ποίησή της ζωντανή, αληθινή και αξιοπρόσεκτη. Η ζωή, μοιάζει να μας λέει, είναι μυστηριώδης και, όμοια με τον κόκορα στην κατσαρόλα που δεν ξέρει τη συνταγή για την οποία έχει επιλεχθεί, έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε τον ρόλο που παίζουμε σ’ αυτήν, δεν ξέρουμε τη συνταγή. Μελετώντας από κοντά το ποιητικό αντικείμενο, παρατηρώντας ακόμα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, θίγει έμμεσα την πολυπλοκότητα της ζωής. Τις περισσότερες φορές ένα άλλο νόημα υποβόσκει σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, καθιστώντας τα ποιήματά της μυστηριώδη, βάζοντας τον αναγνώστη σε σκέψεις. Στο παραπάνω ποίημα, για παράδειγμα, αναρωτιόμαστε τι μπορεί να είναι το αινιγματικό «κουτί», το οποίο η ποιήτρια γεμίζει με το χώμα τον ουρανό και τις μέρες που θα ’ρθουν.
Στο ποίημά της «Το κλουβί», που καταγράφει τη ζωή και τον θάνατο ενός οικιακού καναρινιού, υποβόσκει η εύθραυστη δυναμική μιας οικογένειας και, φτάνοντας στο τέλος του ποιήματος, βλέπουμε καθαρά πως το κλουβί σημαίνει πολλά περισσότερα απ’ όσα δηλώνει αρχικά. Ο χωρισμός των γονιών δίνεται με πλάγιο τρόπο σ’ έναν και μόνο στίχο:
Τα παιδιά μεγαλώσαμε
και φύγαμε απ’ το σπίτι.
Ο πατέρας μου είχε ήδη κάνει το ίδιο.
Το καναρίνι έμεινε πίσω μαζί της.
Ανακαλώντας αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, η Τερέζα Κολόμ χρησιμοποιεί επιδέξια εικόνες κατοικιδίων ζώων σε ποιήματα όπως αυτό, αλλά και στα «Καβούρια» και «Νεοσσός», προκειμένου να ερευνήσει τις οικογενειακές σχέσεις και ιδιαίτερα το πώς εξελίσσεται η σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης. Στα ποιήματα αυτά καταπιάνεται και με το θέμα του θανάτου. Στο ποίημα «Νεοσσσός», για παράδειγμα, ενώ είναι έξω από τον φούρνο, μαθαίνει ότι το κοτοπουλάκι που είχε για κατοικίδιο αποδείχθηκε πως ήταν τελικά κόκορας και το έδωσαν αλλού· πέθανε απ’ τα τσιμπήματα των άλλων ζώων της γειτόνισσας. Στο ποίημα, παρόλο που δεν γίνεται κάποιο σχόλιο, η απλή ανάκληση αυτής της ανάμνησης αφήνει στο τέλος μια έντονη εικόνα-αίσθηση στον αναγνώστη: Ο φούρνος του Σεραφίμ μοσχομύριζε / ψωμί. Ο στίχος αυτός φέρνει στον νου την εναρκτήρια στροφή του ποιήματος «Το φεγγάρι και η άνοιξη»: δεν γράφουμε για τον θάνατο παρά μόνο για τη ζωή / οι πεθαμένοι δεν γράφουνε, όπου η ποιήτρια μοιάζει να θέλει να μας παρακινήσει να στρέψουμε την προσοχή μας σε όλες τις πέντε αισθήσεις που διαθέτουμε, το εύρος και ο πλούτος των οποίων μπορεί να μας προσφέρει παρηγοριά απ’ τον θάνατο. Απ’ την άλλη πλευρά, η αίσθηση της όσφρησης είναι, όπως ξέρουμε, στενά συνδεδεμένη με τη μνήμη και μπορεί να θέλει να δηλώσει τη δύναμη των αισθήσεων, προκειμένου να αναβιώσουμε γεγονότα και συναισθήματα. Όπως κι αν έχει, η ποιήτρια αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Πολλά από τα ποιήματα της ανθολογίας αυτής είναι από τη συλλογή Η μητέρα μου σκεφτόταν τον θάνατο (La meva mare es preguntava per la mort, Pagès, 2012). Το ποίημα «Τριαντάφυλλα» είναι μια συγκινητική καταγραφή της ημέρας ενός Πακιστανού πλανόδιου πωλητή λουλουδιών, καθώς αυτός προσπαθεί να πουλήσει τα «θλιμμένα τριαντάφυλλα» σε διάφορα μπαρ και εστιατόρια, τριαντάφυλλα ζητιάνους που δέχονται ό,τι έχεις την καλοσύνη. Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος ο άτυχος πωλητής λουλουδιών με το «αλαργινό δέρμα» κάθεται στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος ν’ αγοράσει τα τελευταία τριαντάφυλλα / πριν αυτά μαραθούν χωρίς να έχουν νιώσει λουλούδια. Μέσα από τις ιδιότητες που αποδίδει στα λουλούδια, η ποιήτρια περιγράφει έμμεσα τον ίδιο τον πωλητή και καταλαβαίνουμε, παρόλο που δεν εκφράζεται ξεκάθαρα, πως κι αυτός περιμένει κι ελπίζει, όμοια με τα τριαντάφυλλα, πως δεν θα πεθάνει χωρίς να έχει νιώσει πρώτα αποδοχή κι αγάπη.
Στο ποίημα «Δόσεις» της ίδιας συλλογής μάς δίνεται μια γεύση από το πόσο επώδυνη μπορεί να είναι η αγάπη. Η ποιήτρια περιγράφει εδώ τον σεβασμό της μητέρας της για τη γνώση που αποκτιέται μέσα από τα βιβλία (χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της αγοράς μιας εγκυκλοπαιδικής σειράς) με λεπτότητα και τρυφερή ειρωνεία:
Ένα σπίτι διακοσμημένο με αντικείμενα μικρής αξίας.
Όταν μαζευόμαστε όλα τ’ αδέρφια αστειεύεται:«Όταν φύγω θα τα πετάξετε όλα!»
Γελάμε και της λέμε πως ναι.
Την εγκυκλοπαίδεια την αγόρασε με δόσεις.
Τη φυλάω σ’ αυτόν εδώ τον στίχο.
Εδώ η χρήση της τελείας στις τελευταίες σειρές και τον καταληκτικό στίχο δίνει την αίσθηση ενός αυστηρά ελεγχόμενου συναισθήματος.
Αντίθετα, ποιήματα όπως οι «Βελονιές» χαρακτηρίζονται από την παντελή απουσία σημείων στίξης, δίνοντας την εντύπωση μιας ανεμπόδιστης ροής όπου όλα τα σύνορα καταλύονται και ο χρόνος και ο τόπος μπλέκονται μεταξύ τους. Στο συγκεκριμένο ποίημα, αφιερωμένο στη μητέρα της, η λίστα με τις δουλειές του σπιτιού μπορεί να μην περιλαμβάνει παρά μονάχα δυο απ’ αυτές, το στρίφωμα ενός παντελονιού και την παρασκευή ντοματοπελτέ, αλλά πίσω από τόσα απλά πράγματα / βρίσκεται ο χρόνος που πέρασες και είναι σ’ αυτά τα μικρά πράγματα άνευ σημασίας που η ποιήτρια «διαβάζει» τη μητέρα της, σαν να επρόκειτο για κάποιο βιβλίο δύσκολο να διαβαστεί και να γίνει κατανοητό. Η γλώσσα της Τερέζας Κολόμ είναι ο απλός, καθημερινός λόγος και, παρά το γεγονός πως εστιάζει την προσοχή της στην επιφανειακά ανώδυνη οικογενειακή ζωή, καταφέρνει να δημιουργήσει μια ποίηση γεμάτη λεπτότητα, από την οποία αναδύονται πολύπλοκα υπαρξιακά ζητήματα και στην οποία η συναισθηματική ένταση απορρέει από τη λεκτική οικονομία. Το ποίημα «Υπήρχε ένα σώμα», όπου το ποιητικό Εγώ αναγνωρίζει το παράλογο της ύπαρξης, είναι ένα καλό παράδειγμα επ’ αυτού:
[Υπήρχε ένα σώμα] έτσι ώστε μες στο σκοτάδι το βλέμμα να κοιτάζει
προς τα έξω
και έξω να υπάρχουν η γη και τ’ αστέρια.
Υπήρχε ένα σώμα αλλά για να περιέχει κι εγώ δεν ξέρω τι.
Άννα Κρόου