Ανθολόγηση: Άρτις Όεστουπς
Μετάφραση: Στέργια Κάββαλου
Πρόλογος: Άννα Αούζινα
**
Γιάνις Βάντονς, Κάρλις Βέρντινς, Άρβις Βίγκουλς, Μάνταρα Γκρούντμανε, Κρισιάνις Ζέλγκις, Άγκνεσε Κριβάντε, Ελίνα Μπάκουλε Βέιρα, Ίνγκμαρα Μπαλούτε, Ρόναλντς Μπρίεντις, Άρτις Όεστουπς, Μαρτς Πουγιάτς, Κατρίνα Ρουτζίτ
Find the book here
Οι περισσότεροι από τους ποιητές της ανθολογίας γεννήθηκαν την τελευταία δεκαετία της σοβιετικής εποχής. Τα έργα τους εκδόθηκαν πρώτη φορά στην αλλαγή του 21ου αιώνα και από τότε η σημασία της ποίησης στη Λετονία έχει αλλάξει σε σχέση με τη σοβιετική εποχή. Στις 4 Μαΐου του 1990, η Λετονία έγινε και πάλι ανεξάρτητο κράτος. Τη δεκαετία του 1960, του 1970 και του 1980 η λετονική ποίηση είχε έντονο πολιτικό περιεχόμενο και αυξημένη εθνική συνείδηση, ενώ τη δεκαετία του 1990 απομακρύνθηκε κάπως από τον αναγνώστη. Οι νέοι συγγραφείς της αρχής του νέου αιώνα έκαναν μια εντελώς καινούργια αρχή.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η λογοτεχνία στη σοβιετική Λετονία είχε να κάνει με ιδεολογίες και ήταν πολιτικοποιημένη. Οι Αρχές πάσχισαν να αποκόψουν τη λετονική λογοτεχνία από τις παραδόσεις της, οι οποίες και πάλι ήταν εμφανείς στα έργα ορισμένων συγγραφέων, και οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τους κανόνες του σοβιετικού ρεαλισμού. Το 1953, όμως, μετά τον θάνατο του Στάλιν, όλη η Ε.Σ.Σ.Δ. είδε να αναδύεται σταδιακά μια εποχή μεγαλύτερης ελευθερίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960, η λογοτεχνία έγινε το βασικό μέσο έκφρασης της ελεύθερης σκέψης σε ολόκληρη την καθεστωτική Ε.Σ.Σ.Δ. Αρκετοί σημαντικοί συγγραφείς όπως ο Βίζμα Μπελσεβίτσα, ο Όγιας Βάτσιετις και άλλοι εκδόθηκαν τότε, και η ποίησή τους ήταν μια πολιτική διαμαρτυρία μόνο και μόνο εξαιτίας της καλλιτεχνικής ελευθερίας που επέδειχναν. Επίσης, συχνά δέχονταν κριτική και καταπίεση από τις Αρχές εξαιτίας των μη αποδεκτών ερμηνειών της ιστορίας που προέβαλλαν επίσημα και άλλων επαναστατικών χαρακτηριστικών τους. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στην αρχή του 1970, πολλοί ποιητές άρχισαν όλο και περισσότερο να αναδεικνύουν το θέμα της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ κατά τη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε αύξηση μιας καταστροφικής και προκλητικής μόδας. Η Μόντα Κρόμα ήταν μια επιφανής μοντερνίστρια συγγραφέας της εποχής της, ενώ ο Ούλντις Μπέρζινς, από τη δεκαετία του 1970, υπήρξε ένας έξοχος καινοτόμος της φόρμας. Επίσης τη δεκαετία του 1970, ο Γιάνις Ρόκπελνις πήγε σε άλλα επίπεδα την ειρωνεία σε σοβαρούς στίχους. Γενικά, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η ποίηση λειτούργησε σαν τρόπος διαμαρτυρίας απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα. Παρόλο που η λογοκρισία υπήρχε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ποίηση, χάρη στα κρυφά της νοήματα, ήταν εκείνη που μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματα του λαού. Η ποίηση έγινε εξαιρετικά δημοφιλής με κάποιες συλλογές να πουλούν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Εκείνη την εποχή, οι αναγνώσεις ποίησης γέμιζαν με κόσμο και ένας από τους λόγους ήταν επειδή εκεί μπορούσε κανείς να ακούσει ποιήματα στη μη λογοκριμένη τους μορφή.
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1990, αφού η Λετονία ανακηρύχθηκε και πάλι ανεξάρτητο κράτος, το ενδιαφέρον για την ποίηση λιγόστεψε, κάτι που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση η οποία με τη σειρά της επηρέασε τις εκδόσεις. Επιπλέον, η ποίηση έχασε τη σημασία της ως μέσο πολιτικής διαμαρτυρίας. Από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι νέοι συγγραφείς απέφευγαν ανοιχτά τις δημόσιες εκδηλώσεις, όπως και το να στείλουν κάποιο άλλο μήνυμα που ο αναγνώστης θα μπορούσε να καταλάβει. Αντίθετα, πειραματίστηκαν με τις πιο αποσπασματικές φόρμες και με κατηγορίες του μεταμοντερνισμού. Παρ’ όλα αυτά, στα μέσα του ’90 εμφανίστηκε μια άλλη τάση όπου οι ποιητές Γιόα, Ίνγκα Μπάιλε και εγώ κυκλοφορήσαμε τα πρώτα μας βιβλία, τα οποία εξέφραζαν την προσωπική μας φωνή και έναν πολύχρωμο συναισθηματισμό.
Στις αρχές του 2000, εμφανίστηκαν αρκετοί νέοι ποιητές, το έργο των οποίων χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, εσωτερικότητα και ειρωνεία. Επίσης, άλλαξε και ο ρόλος του μεταφερόμενου μηνύματος. Το 2000, τυπώθηκε το πρώτο βιβλίο του Μαρτς Πουγιάτς, ακολούθησε ο Κάρλις Βέρντις το 2011 και η Ίνγκμαρα Μπαλούτε το 2007. Και οι τρεις τους παρουσιάζονται σε αυτήν την ανθολογία. Όταν τελείωσε η δεκαετία, ο κόσμος στη Λετονία ακολουθούσε την ποίηση χάρη στην αληθινή αισθητική και το πνευματικό ενδιαφέρον, και όχι μόνο για το κοινωνικοπολιτικό της υπόβαθρο. Χάρη στην ελευθερία του λόγου ο κόσμος μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του σε δημοσιογραφικά άρθρα, υπάρχει βέβαια πάντα και η ποίηση που καθρεφτίζει το τι συμβαίνει την κάθε στιγμή στην κοινωνία, όμως οι γνώμες που εκφράζονται από τους ποιητές δεν είναι και ο λόγος που κάνει αυτούς τους ποιητές δημοφιλείς. Ταυτόχρονα, η ποίηση σαν τέχνη δεν είναι ένα διαχρονικό και αφηρημένο αισθητικό φαινόμενο, και στον 21ο αιώνα ένας ποιητής ακόμα μπορεί να εκφράσει το ήθος του Έθνους του και κάτι ουσιώδες για την εποχή του.
Όταν τo 2000 εκδόθηκε η συλλογή του Μαρτς Πουγιάτς (1982) Knock Knock for Myself, ο συγγραφέας ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών και θεωρήθηκε παιδί θαύμα. Στην πρώτη του συλλογή, στιλιζαρισμένη ομοιοκαταληξία, μνείες και παρωδίες αναμειγνύονται με σαφείς προσωπικούς, αφελείς και καθαρούς επιτονισμούς. Στο δεύτερό του βιβλίο Το τραγούδι μας (2007) η φρεσκάδα και η ειλικρίνεια έδωσαν τη θέση τους σε μια πιο αποξενωμένη, πιο πνευματική μορφή πεζοποιημάτων. Ο νέος αυτός τρόπος γραφής τελειοποιήθηκε στο τρίτο βιβλίο του Πουγιάτς με τίτλο Η λάμπα μόνη της θα έρθει στο φως (2013). Χρησιμοποιεί γλωσσικές δομές με τις οποίες εμείς ως χρήστες της γλώσσας γράφουμε, μιλάμε και σκεφτόμαστε. Μερικά σημεία στα ποιήματά του συχνά είναι «χωρίς νόημα» ή θα λέγαμε ότι υπονοούν κάτι το αρκετά περίτεχνο. Ο ποιητικός κόσμος του Πουγιάτς μοιάζει μερικές φορές με ένα επεισόδιο από κάποια ταινία του φανταστικού που δείχνει έναν άλλο κόσμο ή το μακρινό μέλλον. Ένα επεισόδιο που η ορμητική φαντασία έχει διαμορφωθεί από στοιχεία που έχει έμμεσα ή άμεσα παρατηρήσει. Το αποτέλεσμα είναι μια σουρεαλιστική και προσεκτικά χτισμένη αισθητική που πλησιάζει τις θετικές επιστήμες χάρη στην πολυπλοκότητά της και η οποία έχει την εκτίμηση των κριτικών. Μπορεί να είναι δύσκολο να την καταλάβεις, όμως, είναι πιθανό να την απολαύσεις.
Ο Κάρλις Βέρντις (1979) εμφανίστηκε στο ποιητικό γίγνεσθαι με παρόμοιο τρόπο όπως ο Μαρτς Πουγιάτς, όμως πήρε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Ξεκινώντας από την πρώτη του συλλογή, Λόγια που σπάνε τον πάγο (2011), οι κριτικοί τον επαίνεσαν και οι αναγνώστες τον λάτρεψαν χάρη στην εξαιρετική μαεστρία της φόρμας και του στιλ του, του αιχμηρού του χιούμορ και της ειρωνείας του, η οποία όμως είναι γεμάτη αγάπη. Τα πρώτα ποιήματα του Βέρντις αποτελούνται κυρίως από ρυθμικά κουπλέ, συχνά περιλαμβάνουν αναμνήσεις από κλασικούς Λετονούς ποιητές, ενώ η δική του φωνή ακούγεται μόνο σποραδικά. Στις επόμενες δουλειές του, που από τη δεύτερη συλλογή του με τίτλο Τυρί κότατζ με ξινή κρέμα (2004) είναι κυρίως πεζοποιήματα, είναι αδύνατον να τον μπερδέψεις με κάποιον άλλον. Οι πολιτιστικές αναφορές είναι ωστόσο ένα από τα χαρακτηριστικά της τρίτης του συλλογής με τίτλο Εγώ (2008), αναφορές που σταδιακά γίνονται όλο και πιο σύνθετες. Στην τέταρτη και τελευταία, μέχρι στιγμής, συλλογή του, Ενήλικοι (2015), οι πολιτιστικές αναφορές υφαίνονται σε έναν επιδεικτικά απλό στίχο με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο που κάνει τον χώρο του ποιήματος πιο βαθύ και πιο πολυεπίπεδο. Η ποίηση του Κάρλις Βέρντις είναι σημαντική για τον Λετονό αναγνώστη του 21ου αιώνα, αφού αναδεικνύει με ακρίβεια μια ποικιλία τάσεων στις πιο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Παράλληλα με τα ποιήματα λυρικού έρωτα, στα οποία αυτός που μιλάει απευθύνεται σε έναν άλλο άντρα, υπάρχουν ποιήματα όπου το «Εγώ» μιλάει για άλλους, συχνά ηλικιωμένους άντρες ή παιδιά. Οι κριτικοί λογοτεχνίας τονίζουν ότι τα ποιήματα του Βέρντις δεν είναι απλώς ειρωνικά, είναι ποιήματα στα οποία ο ίδιος ειρωνεύεται τον εαυτό του, και ότι δεν είναι χλευαστικά αλλά γεμάτα συμπόνια και ανθρωπιά. Το ποίημα «Έλα σε μένα», που υπάρχει στην ανθολογία, περιλαμβάνεται στη λίστα του The Guardian με τα σπουδαιότερα ερωτικά ποιήματα, την οποία συνέταξαν ειδικοί του Southbank Center. Ανάμεσα στα υπόλοιπα ερωτικά ποιήματα είναι το ποίημα «Παραλλαγές της λέξης αγάπη» της Μάργκαρετ Άτγουντ και το «Lovesong» του Τεντ Χιούζ.
Στη γενιά του Πουγιάτς και του Βέρντις ανήκει και ο Ρόναλντς Μπρίεντις και η Ίνγκμαρα Μπαλούτε. Από τους συγχρόνους του, ο Ρόναλντς Μπρίεντις (1980) είναι αυτός που χρησιμοποιεί πιο έντονα τον συλλαβοτονικό ρυθμό. Ο τρόπος που ο Μπρίεντις προσεγγίζει την ειρωνεία είναι μοναδικός. Η ποιητική του φωνή μοιάζει να ανήκει σε μια μακρινή εποχή, γι’ αυτό και οι κριτικοί τον χαρακτηρίζουν ως τον Φρανσουά Βιγιόν της γενιάς του.
Στην πρώτη του συλλογή με τίτλο Δακρυγόνα (2004), ο Ρόναλντς Μπρίεντις παίζει με ιστορικές και αρχετυπικές εικόνες, όπως είναι οι πριγκίπισσες, οι βασιλιάδες και οι δήμιοι. Το να κάνει την πριγκίπισσα να γελά είναι ένα σημαντικό μοτίβο. Το τελευταίο ποίημα του βιβλίου λέγεται «ΟROBORO», ενώ με ένα επωνυμικό ποίημα ξεκινά τη δεύτερη συλλογή του Καραόκε (2008). Η καρκινική γραφή είναι ένα σύμβολο αιωνιότητας, ένα φίδι ή, ανάλογα την πηγή, ένας δράκος που καταπίνει την ίδια του την ουρά. Στη δεύτερη όμως συλλογή ο κύκλος αναδημιουργείται, η ποιότητα είναι πιο βαθιά, δίνεται περισσότερη προσοχή στον σύγχρονο άντρα και στην ασυνέχεια της σχέσης του με τον Θεό. Στην τρίτη του συλλογή Φάρμακο κατά της αθανασίας (2016) υπάρχει μια πιο συμπυκνωμένη παράθεση μοτίβων από την Άπω Ανατολή, με τον συγγραφέα να αναζητά την αιτία πίσω από το χαμόγελο του Βούδα. Την ίδια ώρα η ειρωνεία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δίνει τη θέση της σε μια μετά-ειρωνεία ή σε μια διπλή ειρωνεία, η οποία καταλήγει σε έναν αληθινό, ανοιχτό επιτονισμό. Η μεταμόρφωση της ειρωνείας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μοιάζει να χαρακτηρίζει αρκετούς συγγραφείς της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ιδίως στον τρόπο με τον οποίον σχετίζονται με τον αναγνώστη. Μερικές φορές, ο ανεπιτήδευτος, άμεσος τρόπος έκφρασης μπορεί να θεωρηθεί αστείο από ένα κοινό που έχει συνηθίσει από τον ποιητή να είναι «γελωτοποιός», κάτι που ισχύει στην περίπτωση του Κάρλις Βέρντις. Τα πιο δυνατά ποιήματα του Ρόναλντς Μπρίεντις αφοπλίζουν τον αναγνώστη με την ειλικρίνειά τους και δεν έχει σημασία αν αυτό οφείλεται στη μετά-ειρωνεία ή στην έλλειψή της.
Στα ποιήματα της Ίνγκμαρα Μπαλούτε (1981) η ειρωνεία είναι πολύ διακριτική, ίσα που γίνεται αντιληπτή. Η τρυφερότητα και η θλίψη είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν το ύφος της. Στο πρώτο βιβλίο της Μπαλούτε, Καραμέλα που μπορεί να σου κόψει τη γλώσσα (2007), παρατηρείται η χρήση ευρύχωρων, συμβολικών εικόνων που χαρακτηρίζουν τον κλασικό μοντερνισμό μαζί με συγκεκριμένες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και πολιτιστικές αναφορές που υφαίνονται με εκφραστικά λόγια. Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια νέα γυναίκα στην πόλη. Η συγγραφέας μετουσιώνει την αισθητηριακή, συναισθηματική και πνευματική εμπειρία σε απαλή ποιητική ροή. Το δεύτερο βιβλίο της Μπαλούτε, με τίτλο άλμπα (2012), έχει αναλογικά λιγότερη άμεση εμπειρία και περισσότερη γνώση, όμως η φαντασία ενός ατόμου που έχει διαβάσει και ταξιδέψει πολύ δημιουργεί τρομερό απόθεμα πολιτιστικού υλικού, το οποίο αλλάζει το σύστημα των εικόνων, τον χωροχρόνο και τον τρόπο που η εμπειρία περιγράφεται. Η ταυτότητα σαν αυτονομία και σαν ανήκειν είναι ομοίως προβληματική. Στην Καραμέλα η πόλη μπορεί να είναι η Ρίγα, ενώ στην άλμπα αναφέρονται άλλες χώρους του κόσμου. Παρόλο που η συγγραφέας αλλάζει, ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας και η ιδιοσυγκρασία της ευγενικής θλίψης παραμένει.
Το 2007, εκδόθηκε και η πρώτη και τελευταία μέχρι στιγμής ποιητική συλλογή της Άγκνεσε Κριβάντε, με τίτλο Παιδική ηλικία. Το βιβλίο της είναι προικισμένο με μια ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία και σηματοδοτεί μια νέα επανάσταση στην παράδοση της συναισθηματικά εκφραστικής γλώσσας. Μετά από την κυκλοφορία του βιβλίου, η συγγραφέας αναγνωρίστηκε ως ειλικρινής και ευθύς κάτι που συνέβη ξανά το φθινόπωρο του 2015, συζητήθηκε εκτενώς σε δημόσιο χώρο η ύλη των μαθητών που διδάσκονταν ποίηση. Οι ανατομικές εικόνες στο έργο της Κριβάντε μπορεί να αποκαλύπτουν δυσαρμονία και εσωτερική αναταραχή, ενώ η προκλητική γλώσσα συχνά χρησιμεύει ως όργανο για να γίνει κριτική στο κοινό ή να φανούν οι συμπεριφορές που επικρατούν στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Σε κάποιο σημείο, φτιάχνει μια λίστα με ανθρώπους που θεωρεί αγίους. Ταυτίζεται μαζί τους και χρησιμοποιεί τολμηρή γλώσσα για να δείξει ποιο είναι το καθημερινό τους λεξιλόγιο, κάτι που κάνει το ποίημα να ακούγεται ακόμα πιο δυνατό. Στο τέλος, όπως και ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ στο Ουρλιαχτό, έτσι και η Κριβάντε ευλογεί τον κόσμο με τις πολύπλευρες μορφές του.
Από το 2009, που κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρβις Βίγκουλς (1987) με τίτλο Δωμάτιο, μπορούμε να μιλήσουμε για μια νέα γενιά ποιητών που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Μαζί με τον Άρτις Όεστουπς, ο Άρβις Βίγκουλς θεωρείται ένας από τους πρώτους αυτής της γενιάς και το πιο φωτεινό της παράδειγμα. Μετά από την τάση της προηγούμενης δεκαετίας για ειλικρίνεια, συναισθηματισμό και τη χρήση ενός καθημερινού λεξιλογίου, αυτή η γενιά μοιάζει να επιστρέφει στους εκλεπτυσμένους τρόπους του κλασικού μοντερνισμού. Όμως, παρόλο που ακολουθούν τις καλύτερες παραδόσεις της ευρωπαϊκής και της ρωσικής ποίησης, τα ποιήματα αυτών των συγγραφέων είναι, αναμφίβολα, έργα τέχνης αυτής της εποχής, αφού μιλούν για καταστάσεις που συμβαίνουν μόνο στο εδώ και τώρα. Η συλλογή Δωμάτιο του Άρβις Βίγκουλς έχει μια επιδέξια δομή που συνίσταται σε τέσσερα γράμματα που γράφει ένας νεαρός άντρας που πεθαίνει σε ένα ετοιμόρροπο συγκρότημα νοικιασμένων κατοικιών. Ταυτόχρονα είναι και μια μαρτυρία του πώς ζούσε η νεαρή ιντελιγκέντσια της Ρίγας γύρω στο 2008. Στις συλλογές του 5:00 (2012) και Βιβλίο (2018), ο Βίγκουλς φωτίζει τις διαφορετικές πτυχές των συγχρόνων του, και μια προσεκτική παρατήρηση των συγκεκριμένων ποιημάτων μάς δείχνει ότι είναι και διαχρονικά και σύγχρονα.
Στην πρώτη ποιητική συλλογή του Άρτις Όεστουπς (1998), με τίτλο Σύντροφος χιόνι (2010), ο επιτονισμός ενός ώριμου ποιητή ενώνεται με τη νεανική ωμότητα δημιουργώντας μια φρέσκια και ελκυστική εντύπωση. Αφού εκδόθηκε το δεύτερό του βιβλίο Φωτογραφία και ψαλίδια (2013), σάστισα όταν είδα ότι του χρέωσαν αποξένωση και κατάθλιψη. Σε αυτό το βιβλίο ο Άρτις αρχίζει να «αποκτηνώνει» τα ποιήματά του, κάτι που θα κάνει πολύ περισσότερο στη συλλογή Χειρονομίες (2016). Στα βήματα του μοντερνισμού, ο Όεστουπς συλλογίζεται πάνω στη διαδικασία της συγγραφής και στη σχέση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας, επιστρέφοντας στο ερώτημα του αν η γλώσσα αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα ή αν τη δημιουργεί από μόνη της. Ένα μέρος των κειμένων του στο βιβλίο Χειρονομίες θυμίζει τα πεζοποιήματα του Αρθούρου Ρεμπώ, όχι μόνο επειδή περιέχει σχετικές μνείες στον ποιητή αλλά και επειδή, ενώ τα λόγια συνδέονται με λογικές και αισθητικά ικανοποιητικές γλωσσικές δομές, φαίνεται πρακτικώς αδύνατον να βγάλεις «νόημα» κάνοντάς σε να αμφιβάλλεις αν υπάρχει όντως κάποιο νόημα. Σε πολλά ποιήματα του Όεστουπς τα πολύπλοκα θεωρητικά προβλήματα φωτίζονται με έναν απλό και όμορφο τρόπο. Το ποίημα «Καλοκαίρι στο φαράγγι» περιλαμβάνει μια συγκινητική εξομολόγηση στο υποκείμενο αυτής της αποπροσωποίησης που αναφέρθηκε πιο πάνω: Μακάρι να μπορούσα να γράψω: «Ήταν τόσο δύσκολα χωρίς εσένα» και μετά, «Ευτυχώς ήρθες» αντί για «Στέκεσαι στο πράσινο ορθογώνιο παράθυρο. Τα μήλα είναι σαν κρύσταλλοι». Αυτό δείχνει πως η έμπνευση ορισμένων φράσεων είναι τα πολύ απλά συναισθήματα, τα οποία ο ποιητής πρέπει να πασχίσει να εκφράσει με κάποιον πιο καλόγουστο τρόπο.
Ο Κρισιάνις Ζέλγκις (1985) αναφέρεται μαζί με τον Βίγκουλς και τον Όεστουπς, επειδή τα ποιήματά του ξεχωρίζουν για τη συνοπτικότητά τους και μια ιδιοσυγκρασία που δύσκολα καθορίζεται. Αποσπασματικότητα, παράδοξα, λογοπαίγνια και αμφισημία μαζί με έναν ανοιχτό και αυθεντικό επιτονισμό είναι τα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων ποιητικών του συλλογών με τίτλο Όλα αυτά τα πράγματα (2010) και Θηρία (2016). Παρόλο που ο Βίγκουλς και ο Όεστουπς αγνοούν τη λετονική παράδοση, χρησιμοποιώντας την παράδοση άλλων εθνών, οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι ο Ζέλγκις πασχίζει για μια αυθεντική εμπειρία απαλλαγμένη από συγκεκριμένες πολιτιστικές αναφορές.
Ο Γιάνις Βάντονς (1979) εμφανίστηκε στη λετονική ποίηση με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι σύγχρονοί του. Η πρώτη του συλλογή με τίτλο Σχοινί εκδόθηκε το 2011. Το ποιητικό του ύφος είναι υποκειμενικά συνειρμικό και γεμάτο πολύπλοκες μεταφορές, κάτι που τον κατατάσσει μεταξύ εκείνων που συνεχίζουν την παράδοση του κλασικού μοντερνισμού. Αιχμαλωτίζει και μεταδίδει όχι μόνο την εμπειρία, αλλά και την πολιτιστική γνώση με τρόπο συναισθηματικό αλλά όχι κοινότυπο. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Για την ώρα η αναπνοή μου πονά (2014) αλλά και τα κείμενα που έχει εκδώσει από τότε εκφράζουν την κοσμοθεωρία του λυρικού του ήρωα, ενός ευαίσθητου άντρα, με τρόπο που είναι πιο εύκολα κατανοητός.
Η Ελίνα Μπάκουλε-Βέιρα (1981) και η Μάνταρα Γκρούντμανε (1981) έκαναν το ντεμπούτο τους ξέχωρα από τη γενιά τους. Το βιβλίο The Elephant Ocean (2015) της Μπάκουλε-Βέιρα είναι μια συλλογή πειραματικών κειμένων που έρχονται αντιμέτωπα με το αν η γλώσσα αντικατοπτρίζει, καταστρέφει ή δημιουργεί την πραγματικότητα, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην περίπτωση της Μπάκουλε-Βέιρα τα δύο τελευταία είναι τα πιο σημαντικά. Αν κάποιος αναζητήσει συγκεκριμένα μοτίβα κατανοητά σε άλλους ανθρώπους εκτός του συγγραφέα, τα θέματα των παιδιών και της παιδικής ηλικίας μπορούν να γίνουν αντιληπτά. Οι δεσμοί που ενώνουν τους διαφορετικούς ποιητικούς κόσμους της Μπάκουλε-Βέιρα και της Μάνταρα Γκρούντμανε συχνά θεωρούνται αντιποιητικοί. Η Γκρούντμανε συλλογίζεται πάνω στην τραυματική εμπειρία τη βιωμένη από ένα κορίτσι ή μια γυναίκα. Υποθέτω ότι το πρώτο της βιβλίο που εκδόθηκε το 2015 τιτλοφορείται Νάρκωση επειδή κάποιες φορές είναι αδύνατο να μιλήσεις για τέτοιου είδους πόνο χωρίς να σου κάνουν γενική αναισθησία. Το βάρος του τραύματος είναι προφανές και στο δεύτερο βιβλίο της Γκρούντμανε, Drinking Maid (2018), αν και σε μερικά ποιήματά της δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Πρέπει να δούμε το έργο της σαν ένα όλο και σε αντίθεση με το έργο της Μπάκουλε, το δικό της έχει και κοινωνική χροιά.
Η πρώτη συλλογή της Κατρίνα Ρουτζίτε (1991), με τίτλο Η θαμπάδα του ήλιου (2014), αναπτύσσει τη διαμάχη μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας χρησιμοποιώντας ελικοειδείς λαβύρινθους και συνειρμικούς αυτοσχεδιασμούς. Από το δίπολο σκοτάδι-φως μοιάζει να προτιμά το πρώτο. Εικόνες που σχετίζονται με το φως μιλούν για τρομακτικές συνειδητοποιήσεις, ενώ ο θάνατος ονομάζεται «η θαμπάδα του ήλιου». Η σχεδόν αταίριαστη συμπεριφορά απέναντι στην πραγματικότητα και η λυπητερή στροφή μπροστά στον εσωτερικό κόσμο συνδέει την ποίησή της με τον ρομαντισμό. Υπάρχει βέβαια και μια κίνηση προς τα εμπρός, προς μια πιο καθαρή ποιητική σκέψη, η οποία είναι χαρακτηριστικό μεταγενέστερων ποιημάτων της, ποιημάτων που γράφτηκαν μετά από την έκδοση της πρώτης συλλογής. Το ποίημά της «Λυκόφως της γλώσσας», που υπάρχει στην ανθολογία, έχει προφανώς γραφτεί με το ευαίσθητο αυτοσχεδιαστικό στιλ της Ρουτζίτε με διαφορετικά νοήματα να έχουν όμως δοθεί στο φως και το σκοτάδι. Επιπλέον, υπάρχει ξεκάθαρη και συγκεκριμένη σκέψη πάνω στην αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τη γλώσσα. Οι πρωτότυπες εικόνες του ποιήματος βοηθούν τη Ρουτζίτε να αναπτύξει τη χαρακτηριστική της ταλάντευση μεταξύ αντικειμενικού και αφηρημένου, μεταξύ αποξένωσης και ελπίδας.
Η σχέση μεταξύ πραγματικότητας και γλώσσας πάντα θα είναι σημαντική όταν διαβάζουμε ποίηση. Από τη στιγμή που ο Νοβάλις αποδέχτηκε την πιθανότητα του να μην υπηρετεί η γλώσσα έναν αποκλειστικό επικοινωνιακό σκοπό, και απ’ όταν ο Αρθούρος Ρεμπώ αφέθηκε στην πρωταρχική φύση της γλώσσας και σόκαρε τους συγχρόνους του προβληματιζόμενος για την απώλεια νοήματος, ποιητές διαφορετικών εθνικοτήτων ανακάλυψαν, σε διαφορετικά επίπεδα, την αναπαράσταση και τη γλώσσα που λειτουργεί μόνο για τον εαυτό της. Ως πολύ διαφορετικές χώρες, η Λετονία και η Ελλάδα έχουν διαφορετικούς ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες που επεμβαίνουν στην κατανόηση της ποίησης ως προς το νόημα. Την ίδια ώρα, υπάρχουν κοινές εμπειρίες που σου επιτρέπουν να κατανοήσεις ή να μαντέψεις το νόημα. Η ανθολογία περιλαμβάνει ποιήματα όπου το μήνυμα είναι το πιο βασικό συστατικό, όπως και άλλα στα οποία το μήνυμα δεν χρειάζεται να είναι κατανοητό ή όπου αντιλαμβάνεται κανείς το μήνυμα από την ίδια την έλλειψή του. Σε μερικά εκφράζεται πώς είναι οι Λετονοί του 21ου αιώνα, όμως η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ποιήματα των οποίων το βασικό θέμα είναι ίσως δύσκολα κατανοητό, κάτι που φανερώνει ότι οι Λετονοί γράφουν κείμενα και μιλούν για ιδέες με τις οποίες οι ίδιοι πρόωρα νιώθουν οικεία.
Στο ποίημα του Όεστουπς «Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας» η σημαντική αυτή στιγμή για την ιστορία της Λετονίας περιγράφεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, όμως στην αμέσως επόμενη πρόταση μια ήδη ενήλικη φωνή ρωτά:
Μήπως τα μακρινά
χτυπήματα -από τον σιδηρόδρομο και τη λεωφόρο- δίνουν
στην ελπίδα ένα διαφορετικό, ακόμα πιο αχανές τοπίο;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεταφράσεις είναι ξεχωριστά έργα τέχνης που δεν συμπίπτουν απόλυτα με το αρχικό ποίημα, και ότι τέσσερα ποιήματα συνήθως δεν είναι αρκετά ενδεικτικά του συνολικού έργου ενός συγγραφέα. Όμως ελπίζω ότι με την έκδοση της συγκεκριμένης ανθολογίας το τοπίο που μοιράζονται Λετονοί και Έλληνες θα μεγαλώσει λίγο περισσότερο.
Άννα Αούζινα