Ανθολόγηση – Εισαγωγή: Μανουέλα Παλάθιος
Μετάφραση: Σοφία Καρατζά, Τερέσα Πάρδο
**
Ταμάρα Αντρές, Χεσούς Κάστρο Γιάνιεθ, Γκονθάλο Έρμο, Άλμπα Θιντ, Φρανθίσκο Κορτεγόσο, Αντόν Μπλάνκο, Αράντσα Νογκέιρα, Ροσαλία Φερνάντεθ Ριάλ, Λάρα Ντοπάθο Ρουιμπάλ, Σαβιέρ Σιλ Σαρδόν
Find the book here
Η παρούσα ανθολογία ξεκινά με μια «Προειδοποίηση» -όπως επισημαίνει ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της γαλικιανής συγγραφέως Ταμάρα Αντρές- η οποία μας αναγγέλλει την πολυπλοκότητα και τις αναταράξεις ενός ταξιδιού, προειδοποίηση που θα μπορούσε επίσης να βρει εφαρμογή στη διαδρομή μας μέσα από αυτές τις σελίδες. Η συγκεκριμένη επιλογή ποιημάτων δεν καταγράφει δρομολόγια ούτε έχει θεματικούς ή υφολογικούς άξονες, αλλά προσκαλεί τους αναγνώστες να περιηγηθούν με βάση τη βούλησή τους, σχεδιάζοντας τις δικές τους διαδρομές σύμφωνα με τα ρεύματα, τους ανέμους, την ομίχλη και τους ορίζοντες των αστεριών που προκύπτουν στον δρόμο τους.
Η συλλογή του εκδοτικού οίκου Βακχικόν αποτελείται από νέους ποιητές και αποσκοπεί να παρουσιάσει, τόσο στον έλληνα αναγνώστη όσο και στη διεθνή κοινότητα, το ποιητικό έργο συγγραφέων από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης, οι οποίοι γεννήθηκαν από τη δεκαετία του ογδόντα, του 20ού αιώνα, και μετά και των οποίων η λογοτεχνική σταδιοδρομία κορυφώθηκε σε τουλάχιστον ένα βιβλίο. Στην περίπτωση της γόνιμης γαλικιανής ποίησης σήμερα, υπάρχουν ευτυχώς πολλοί ποιητές που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις και πρέπει να επισημάνω ότι, όσοι παρουσιάζονται εδώ, αποτελούν ένα μικρό δείγμα που ευελπιστώ ότι θα τονώσει την περιέργεια του αναγνώστη, ώστε να συνεχίσει τη διερεύνηση στις τολμηρές και απαιτητικές προτάσεις της νέας ποίησης της Γαλικίας.
Επέλεξα δέκα ποιητές, διότι τόσο η δίγλωσση παρουσίαση αυτής της έκδοσης, όσο και η σχετικά πρόσφατη συγκυρία της άμεσης μετάφρασης από τα γαλικιανά στα νέα ελληνικά συνιστούν ένα μέγεθος, καταρχήν, διαχειρίσιμo. Έχω επίσης δώσει έμφαση στην κοινή εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών συγγραφέων, καθώς αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο της σύγχρονης γαλικιανής ποίησης. Στη γόνιμη υφολογική και θεματολογική ετερογένεια πρόσθεσα το ενδιαφέρον μου προκειμένου να ενταχθούν λογοτεχνικές πορείες που διαφοροποιούνται από την κρατούσα θεσμική λογοτεχνική διαδικασία. Οι πορείες αυτών των ποιητών βρίσκονται επίσης σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, επειδή το τελικό προϊόν του πρώτου βιβλίου κάποιων από αυτούς φθάνει μερικές φορές, μετά από μια παραγωγική ποιητική δραστηριότητα, σε άλλα μέσα, όπως είναι η μελοποίηση, τα οπτικοακουστικά μέσα, τα ιστολόγια του διαδικτύου, τα ζωντανά ρεσιτάλ, τα λογοτεχνικά περιοδικά -έντυπα ή ψηφιακά-, τα συλλογικά έργα, που προκύπτουν από κινητοποιήσεις με σκοπό την ευαισθητοποίηση γύρω από τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα ή ακόμη από βραβεία, ημερίδες ή λογοτεχνικά φεστιβάλ, κλπ. Άλλες πρόσφατες ανθολογίες της γαλικιανής ποίησης, όπως 13. Antoloxía da poesía galega próxima (Chan da Pólvora, 2017), υπό τη σοφή καθοδήγηση της Μαρία Χεσούς Νογκέιρα, ή No seu despregar (Apiario, 2016), ήταν πολύτιμοι οδηγοί. Μοιράστηκα την ευθύνη της επιλογής των ποιημάτων με τους ίδιους τους ποιητές, οι οποίοι με ιδιαίτερα επιμελή τρόπο μου έδωσαν μια προεπιλογή του έργου τους που μου επέτρεψε να τα ξαναπεράσω από κόσκινο προκειμένου να προσφέρω στον αναγνώστη ένα ευρύ και πλούσιο ρεπερτόριο από φωνές, ποιητικές μορφές και τρόπους, ρυθμούς, εικόνες, θέματα και υποκειμενικότητες.
Σε ποιο ιστορικό, οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο γράφουν οι νέοι ποιητές της Γαλικίας; Δεν γνώρισαν τη δικτατορία του Φράνκο που εγκαθιδρύθηκε στην Ισπανία από τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) μέχρι τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές (1977) που έλαβαν χώρα μετά από τον θάνατο του στρατηγού Φράνκο. Ωστόσο, αυτοί οι δημιουργοί προσδιορίζουν με σαφήνεια την ιδεολογική κληρονομιά και τις καταστροφικές συνέπειες της δικτατορίας στην κοινωνία και τον πολιτισμό της Γαλικίας, την αδράνεια, τον παραλυτικό φόβο, τη μισαλλοδοξία, τον συντηρητισμό και τους λανθάνοντες κινδύνους μιας επιστροφής σε αυτό το ολοκληρωτικό παρελθόν. Οι συγκεκριμένοι ποιητές έχουν γεννηθεί μετά από την Έγκριση του Καθεστώτος Αυτονομίας της Γαλικίας (1981), το Διάταγμα για τη Διγλωσσία, με το οποίο ενσωματώθηκε η γαλικιανή γλώσσα στο εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλικίας (1979), ακόμα και μετά από τον Νόμο για τη Γλωσσική Κανονικοποίηση (1983). Γεγονός που εξηγεί τη στέρεη εκπαίδευσή τους στη γλώσσα και τη λογοτεχνία της Γαλικίας και την επιλογή τους να γράψουν στη μητρική τους γλώσσα. Παρόλο που τα γαλικιανά αποτελούν επίσημη γλώσσα της Γαλικίας μαζί με τα καστιλιάνικα, οι συγγραφείς που προτιμούν τη μητρική τους γλώσσα αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και, σήμερα, είναι αυτή η χρήση της γαλικιανής γλώσσας το κριτήριο που προσδιορίζει τι εννοούμε ως λογοτεχνία της Γαλικίας. Ωστόσο, ακόμη και να θέλαμε να αποφύγουμε μια θυματοποίηση που μεγεθύνει το στίγμα, η αλήθεια είναι ότι συνυπάρχουν πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές παράμετροι που οδηγούν στην υποβάθμιση της γλώσσας της Γαλικίας και την επακόλουθη σταδιακή μείωση των συστηματικών χρηστών της.
Αυτοί οι νέοι ποιητές γράφουν στο πλαίσιο μιας τρομερής οικονομικής κρίσης, η οποία από το 2007 έπληξε τη νεολαία με ποσοστά ανεργίας που ανήλθαν στο 50% και κυμαίνεται ακόμη και τώρα στο 36%, με αποτέλεσμα να αφθονούν στην ποίησή τους θέματα όπως η φυγή και η εξορία. Στους πανεπιστημιακούς τίτλους τους πρέπει να προστεθούν μεταπτυχιακές σπουδές και παραμονή για σπουδές ή εργασία σε άλλες περιοχές της Ισπανίας και του εξωτερικού, καθώς γνωρίζουν ότι το εργασιακό τους μέλλον στη Γαλικία δεν είναι ιδιαίτερα ρόδινο. Εδώ βρίσκεται ένα από τα παράδοξα τα οποία θα συναντήσει ο αναγνώστης, αυτό μιας ποίησης που προσκολλάται σαν ναυαγός σε μια γλώσσα, μια κουλτούρα και ένα πλέγμα προσωπικών και καλλιτεχνικών σχέσεων, ενώ οι οικονομικές και πολιτικές δομές παρακολουθούν με αμηχανία και αδιαφορία τη φυγή της νεολαίας. Είναι κατανοητό, συνεπώς, πως αυτή η ποίηση αποπνέει την ιδέα της απώλειας, της αγανάκτησης, της διαρκούς άσκησης της μνήμης, της λαχτάρας για επιστροφή, της αφοσίωσης σε μια κουλτούρα και ένα φυσικό περιβάλλον που αγαπήθηκαν στην παιδική ηλικία και την πρώτη νιότη, αλλά τώρα απειλούνται. Ωστόσο, δεν πρόκειται τόσο για μια ελεγειακή ποίηση όσο για μια ποίηση της αυτοεπιβεβαίωσης, της αντίστασης, μια ποίηση που πιστεύει στον εαυτό της και γι’ αυτό μας σαγηνεύει και μας εκπλήσσει.
Εντάσσω αυτήν τη νέα ποίηση στο ιστορικό, οικονομικό και κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, όχι απλώς επειδή πιστεύω ότι η λογοτεχνία «αντικατοπτρίζει» τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά επειδή πρόκειται για ποιητές που έχουν επίγνωση της περίπλοκης εξάρτησης μεταξύ πραγματικότητας και τέχνης, κοινωνίας και λόγου. Γνωρίζουν πώς η εμπειρία του «εγώ» μετατρέπεται στο ποίημα σε εμπειρία του «άλλου», πώς η γλώσσα μπορεί να ενδυναμώσει αλλά και να καταπιέσει, μπορεί να ενσωματώσει αλλά και να αποκλείσει. Γνωρίζουν πώς αυτό που θα ήθελαν να εκφράσουν μεταβάλλεται με βάση αυτό που οι γλωσσικές και λογοτεχνικές συμβάσεις τούς υποβάλλουν. Διεκδικούν την ιστορική και χωρική ιδιαιτερότητα της γραφής τους, ώστε οι αναγνώστες, αν και μακρινοί και ανόμοιοι, να εμπλουτίζουν τους κόσμους τους με άλλες προοπτικές και να αμφισβητούν τις βεβαιότητές τους. Ο πλουραλισμός των φωνών στα ποιήματά τους παρουσιάζει υποκειμενικότητες κατακερματισμένες, ασταθείς, σε συνεχή μετασχηματισμό, που επιτρέπουν και ενθαρρύνουν με τις ρωγμές τους τη συμμετοχή του αναγνώστη στη δημιουργία νοημάτων.
Η ανθολογία ξεκινά με μερικά ποιήματα της Ταμάρα Αντρές που μας μιλούν για την καταστροφή και την ανοικοδόμηση της ταυτότητας, για την ποίηση ως άσκηση μνήμης που μάχεται ενάντια στη σιωπή και επιτρέπει τη συνάντηση με την ομορφιά, για έναν χρόνο διεσταλμένο με το ένα πόδι στο παρόν και το άλλο στις ρίζες (Αντρές 2018). Ακολούθως παρουσιάζεται η ποίηση του Χεσούς Κάστρο Γιάνιεθ, ο οποίος διεκδικεί μια γραφή διαπερατή από το οικείο αγροτικό περιβάλλον του και την υλική και αισθητηριακή σχέση του με τη φύση. Ο ποιητής δεν αποφεύγει τα μεγάλα θέματα -αγάπη, χρόνο, ταυτότητα, μνήμη- ούτε διστάζει να επανοικειοποιηθεί τα σύμβολα από άλλους κυρίαρχους λόγους, αλλά γνωρίζει την επαναστατικότητα των λέξεων, οι οποίες δεν υποτάσσονται. Δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο οριακό σημείο ανάμεσα σε αυτό που δεν υπάρχει και καταλήγει να υπάρχει, στιγμή κατά την οποία τα πάντα θα ήταν δυνατά (Κάστρο Γιάνιεθ 2015, 2018).
Στα ποιήματα του Γκονθάλο Έρμο, που ακολουθούν, συναντάμε έναν εορτασμό της ζωής, της ρευστότητας, της λαγνείας και της επιθυμίας, καθώς και μια συμφιλίωση με το παρελθόν, όταν κανείς ξεκινά ένα ταξίδι επιστροφής, ήδη πια «χωρίς απομεινάρια». Σε αντίθεση με την επεξεργασία, κομψή και χαλαρή, που αφήνει χώρο και χρόνο για στοχασμό γύρω από αυτό που δεν αναφέρεται, το ίδιο το ποίημα αναγνωρίζει τη σώμα με σώμα μάχη με τη γλώσσα, τις ιδιομορφίες του λόγου, την ασάφεια των τύπων και την ομορφιά της αταξίας (Έρμο 2014, 2018). Η Άλμπα Θιντ ανοίγει το φαντασιακό της γαλικιανής ποίησης σε άλλες γλώσσες και κουλτούρες μέσα από διακειμενικές παραπομπές σε επιλεγμένους κανόνες της δυτικής λογοτεχνίας, που εναλλάσσονται με νύξεις σε πολιτιστικές πρακτικές, μακρινές και περιθωριακές, οι οποίες περιγράφονται με εθνογραφική ακρίβεια. Ένα συλλογικό υποκείμενο ταξιδεύει στον κόσμο και προσπαθεί να κατανοήσει το ξένο με τον δικό του πολιτιστικό και εικονογραφικό εξοπλισμό, στοιχείο που προκαλεί έναν πρωτότυπο συγκρητισμό.
Ο Φρανθίσκο Κορτεγόσο καλλιέργησε -παρά τη σύντομη λογοτεχνική του καριέρα, καθώς πέθανε στα 31 του χρόνια- τόσο την κομψή έκφραση και το σχολαστικό λεξιλόγιο μιας ηδονιστικής ποίησης που αναζητούσε την ομορφιά της στιγμής σε αναστολή, όσο και την παραβίαση της σύνταξης για να καταγγείλει τη βαρβαρότητα του δυτικού πολιτισμού. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται εδώ απεικονίζουν και τις δύο προσεγγίσεις, από τη μία πλευρά διακηρύσσουν το εδώ και τώρα κάποιων σωμάτων που απλώνονται στον ήλιο και το αεράκι, και από την άλλη διαλογίζονται με τα γρανάζια της ιστορίας και της ζωής στην τέχνη. Ακολουθούν οι στίχοι του Αντόν Μπλάνκο, οι οποίοι μας προτρέπουν να δούμε από άλλες οπτικές γωνίες, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρωπολογικής επιστήμης, αποδίδοντας στη λέξη τη δύναμη των μεγάλων επικών και θρησκευτικών αφηγημάτων. Εξετάζει τις σχέσεις ισχύος, τις ιδεολογίες και τα γρανάζια των μηχανισμών του λόγου που οικοδομούν την υπερκατασκευή μιας πόλης η οποία καταλήγει να καταβροχθίζει τον εαυτό της (Μπλάνκο 2018).
Στη συνέχεια, η ποίηση της Αράντσα Νογκέιρα μας δείχνει ότι είναι δυνατόν να συγκεράσουμε οικειότητα και αντίσταση ενισχύοντας όνειρα, επιθυμίες και ανησυχίες με μια δύναμη επαναστατική και μεταμορφωτική. Τα ποιήματά της καταγγέλλουν την «οικοκτονία» -όπως αυτή που προκλήθηκε στη Γαλικία από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου Prestige το 2002-, την πραγμοποίηση και το θεαθήναι των προσωπικών σχέσεων, την αποξένωση που προκλήθηκε από τη μετάλλαξη που υπέστησαν οι τόποι που κατοικήσαμε. Μόνο η αγάπη και ο χειραφετημένος ερωτισμός μάς προστατεύουν και μας οπλίζουν για την καθημερινή πάλη. Η Ροσαλία Φερνάντεθ Ριάλ οξύνει την ακοή για να αναγνωρίσει τους ρυθμούς, τις αρμονίες, τις παραφωνίες και τις σιωπές που δίνουν ζωή στα σώματά μας, στη φύση, στη μουσική σύνθεση και στην ποίηση. Κάθε συλλογή ποιημάτων της διέπεται από ένα δικό της συμβολικό σύμπαν: τη μουσική, τον νομαδισμό, το πάθος, κλπ. Αν και η λαχτάρα της ελευθερίας βυθίζεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με τους κινδύνους της αφάνειας, της έλλειψης επικοινωνίας ή της παράλυσης, η ποιήτρια την ξαναοπλίζει με νέες ανάσες επαναστατικότητας και ερωτισμού.
Από την πλευρά της, η Λάρα Ντοπάθο Ρουιμπάλ συμμετέχει στο σύγχρονο ενδιαφέρον για την υποκειμενικότητα που συγχωνεύει το «εγώ» όχι μόνο με το «άλλο» ανθρώπινο ον, αλλά και με το μη-
ανθρώπινο, το ζώο και τη φύση. Η ποίησή της εμβαθύνει στην αίσθηση της αδυναμίας που προκλήθηκε από την κατάρρευση των κοινοτικών δομών που υποστηρίζουν το άτομο, ματαίωση που σωματοποιείται πρωτίστως σε σώματα ήδη βεβαρημένα με τις ταυτότητες του φύλου που τα σχηματίζουν (Ντοπάθο Ρουιμπάλ 2017). Η ανθολογία ολοκληρώνεται με τα ποιήματα του Σαβιέρ Σιλ Σαρδόν που ανοίγουν τον δίαυλο του «εγώ»: το λυρικό εγώ, το εγώ συγγραφέας, το εγώ που η γλώσσα χτίζει και αποδομεί, το αρσενικό εγώ, το εγώ της παιδικής ηλικίας, το εγώ-σώμα, το εγώ-φάντασμα, το εγώ-άλλος, το εγώ-κοινότητα. Είναι στίχοι για την ταυτότητα, την εκπροσώπηση και τη γραφή, στίχοι που ανατρέπουν τη σύνταξη και το νόημα με έναν ελιγμό παιγνιώδη και απαισιόδοξο ταυτόχρονα, στίχοι που στρεβλώνουν την πραγματικότητα για να σπάσουν τον καθρέφτη και το μαγικό.
Μανουέλα Παλάθιος