Ανθολόγηση-Πρόλογος: Κριστόφ Μερέ, Χρήστος Νίκου
Μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου
*
Αλέξι Αλβάρες, Ζεϊνέμπ Αμντί, Καντέν Βολβέρ, Νικολά Γκρεγκουάρ, Τζόιγια Καγιάγκα (Τζόυ Σλαμ), Μαξίμ Κοτόν, Σαρλίν Λαμπέρ, Λιζέτ Λομπέ, Κατλίν Λορ, Σελεστέν ντε Μεεΰς, Τιμπώ Μπινάρ, Ωρελιέν Ντονύ, Ερίκ Πιετ, Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ, Αρύ Σπιλμάν
Find the book here
Νέοι1 Βέλγοι ποιητές2 γαλλικής έκφρασης: Η ποίηση ως θεμέλιο «μιας καινούργιας ελπίδας3»
Μιλώντας, το 1972, στη Βελγική Βασιλική Ακαδημία Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας [Académie royale de langue et de littérature françaises de Belgique], ο Γάλλος ποιητής Υβ Μπονφουά/Yves Bonnefoy (1923-2016) έβαζε την ποιητική γραφή, η οποία απαιτεί περισσότερες παραιτήσεις και μεταστροφές από ικανοποιήσεις, στον αστερισμό της ελπίδας: «Καταστρέφω πάντα. Και λίγο με ενδιαφέρει αν κάτι καλό, για τα δικά μου δεδομένα, χάνεται, εφόσον κινείται, σας το είπα, στον αστερισμό της ελπίδας 4». Η ελπίδα και η καθαρότητα είναι με αυτήν την έννοια δύο βασικές ιδιότητες της ποίησης, και κατ’ επέκταση της ποιητικής ψυχής: «από τη μία, η ελπίδα που θεωρεί ότι η ύπαρξη μπορεί να είναι ένα μοίρασμα και επομένως η ζωή έχει νόημα· από την άλλη, η καθαρότητα που αποδομεί τις αλλεπάλληλες ψευδαισθήσεις στις οποίες η ελπίδα βυθίζεται 5», προτάσσει επίσης ο Μπονφουά. Και από την άποψη τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου, αυτές οι δύο ιδιότητες καθιστούν το ποίημα πάντα επίκαιρο και αιώνια νέο.
Το ίδιο ισχύει αναμφίβολα και για τη βελγική ποίηση γαλλικής έκφρασης. Από τη μία, η ιστορία της είναι ακόμα πρόσφατη, στο βαθμό που δεν είναι διακριτή από την ποιητική παραγωγή της Γαλλίας, παρά μόνο τους τελευταίους δύο αιώνες. Πρώτοι εκπρόσωποι είναι χωρίς αμφιβολία ο Εμίλ Βεραρέν/Émile Verhaeren (1855-1916) και ο Μωρίς Μαίτερλινκ/Maurice Maeterlinck (1862-1949, Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1911). Από την άλλη, η λυρική πλευρά της παραγωγής της «Επίπεδης Χώρας» ποτέ δεν έχασε από τη φρεσκάδα της. Η βελγική ποίηση χαρακτηριζόταν πάντοτε από εμπνεύσεις που φαίνονται νόθες στα μάτια των μεγάλων ευρωπαϊκών λογοτεχνικών ρευμάτων. Έτσι, ο συνδυασμός του συμβολισμού και του νατουραλισμού στην καμπή του 19ου και του 20ού αιώνα εμφανίζεται ως το έμβλημα της αναζήτησης της υβριδικότητας που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της βελγικής λογοτεχνίας. Όπως στην παιδική ηλικία, όπου ο κόσμος φαντάζει αχανής και όλα φαίνονται δυνατά, ιδίως τα αδύνατα.
«Το δώρο της παιδικής ηλικίας, το οποίο οι σοβαροί άνθρωποι αποκαλούν προφητεία και άλλοι το χλευάζουν, σφραγίζει τους ποιητές μας ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού 6», έγραψε ο Βερνέρ Λαμπερσύ/Werner Lambersy (1941-…) στην αρχή της ανθολογίας του La Poésie francophone de Belgique [Η γαλλόφωνη ποίηση του Βελγίου]. Η ψεύτικη παιδική αθωότητα αφήνει το αποτύπωμα της σε ορισμένα ποιήματα του Μωρίς Μαίτερλινκ που είναι γραμμένα σαν παραμύθια· όπως και τα ποιήματα που έγραψε ο Μωρίς Καρέμ/Maurice Carême (1899-1978), ο αδιαμφισβήτητος μαιτρ του είδους, και τα οποία τα έχουν απαγγείλει παιδιά σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις γλώσσες. Οι σκανταλιές του γερμανού ήρωα, ο οποίος ανάγεται σε βελγικό εθνικό σύμβολο χάρη στο μυθιστόρημα του Σαρλ Ντε Κοστέρ/Charles De Coster (1827-1879), La Légende d’Ulenspiegel [Ο Θρύλος του Ούλενσπιγκελ], επαναλαμβάνονται στα έργα του Ζεό Νορζ/Géo Norge (1898-1990) ή του Ανρί Μισώ/Henri Michaux (1899-1984) – ένας κωμικός λυρισμός χωρίς αναστολές. (Χαμο)γελάμε πολύ διαβάζοντας και σήμερα ακόμα τα έργα του Ζαν-Πιερ Βερεγκέν/Jean-Pierre Verheggen (1942-…), του Τιμοτεό Σεργκόι/Timotéo Sergoï (1964-…) ή του Λωράν Ντεμουλέν/Laurent Demoulin (1966-…), για να αναφερθούμε μόνο σε τρία παραδείγματα μιας ιδιαίτερα ετερόκλιτης λογοτεχνικής παραγωγής.
Η αμφιλεγόμενη σχέση με την πραγματικότητα, τόσο χαρακτηριστική του μικρού βασιλείου, όπου η βροχή φωτοστεφανώνει εξωπραγματικά το τοπίο, επέτρεψε την άνθιση των ρευμάτων του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως, σε σύγκριση με τους άμεσους γείτονες, δηλαδή τους Γάλλους, Ολλανδούς, Γερμανούς και Άγγλους ποιητές). Το κίνημα «τέλος του αιώνα» (fin-de-siècle) είδε την άνθηση μιας πληθώρας συμβολιστών ποιητών που σηματοδοτούν τη βελγική ποίηση γαλλικής έκφρασης: Ζωρζ Ροντενμπάκ/Georges Rodenbach (1855-1898), Εμίλ Βεραρέν, Αλμπέρ Ζιρώ/Albert Giraud (1860-1929), Σαρλ Βαν Λερμπέργκ/Charles Van Lerberghe (1861-1907), Μαξ Ελσκάμπ/Max Elskamp (1862-1931), Μωρίς Μαίτερλινκ, Αλμπέρ Μοκέλ/Albert Mockel (1866-1945). Το φαντασιακό των συμβολιστών ποιητών δεν ήταν ασυμβίβαστο με ένα νατουραλιστικό όραμα του κόσμου, του οποίου πρότυπο υπήρξε ο Βεραρέν: αυτό που φαίνεται αδιανόητο στη Γαλλία, η οποία αρέσκεται σε στεγανά και κλειστού κύκλου σχολές, καλλιεργείται, μέχρι το 1830, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο υπό συνεχή ξένη κατοχή Βέλγιο, το οποίο έχει μάθει κατά τη διάρκεια της Ιστορίας να αντιστέκεται περήφανα στους ζυγούς.
Ο βελγικός υπερρεαλισμός, που τον γνωρίζουμε διεθνώς μέσω της ζωγραφικής του Ρενέ Μαγκρίτ/René Magritte (1898-1967), ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός σε σημείο να βιώσει την πιο εντυπωσιακή μακροβιότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με την ομάδα από τις Βρυξέλλες αποτελούμενη από τους Πωλ Νουζέ/Paul Nougé (1895-1967), Καμίγ Γκομάνς/Camille Goemans (1900-1960), Μαρσέλ Λεκόντ/Marcel Lecomte (1900-1966), Λουί Σκυτνέρ/Louis Scutenaire (1905-1987), Ιρέν Αμουάρ/Irène Hamoir (1906-1994) ή και τον Μαρσέλ Μαριέν/Marcel Mariën (1920-1993), και με την ομάδα της Αινώ (Hainaut), στην οποία άνηκαν οι Φερνάν Ντυμόν/Fernand Dumont (1906-1945), Ασίλ Σαβέ/Achille Chavée (1906-1969) και Μαρσέλ Αβρέν/Marcel Havrenne (1912-1957) και οι επίγονοί τους οι οποίοι ακολούθησαν πιο σύντομο δρόμο: ο Κριστιάν Ντοτρεμόν/Christian Dotremont (1922-1979), ο οποίος ίδρυσε το καλλιτεχνικό κίνημα CoBrA, ο Αντρέ Μπλαβιέ/André Blavier (1922-2001), ο οποίος ακολούθησε το κίνημα του OuLiPo [Ouvroir de Littérature Potentielle (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας)], αλλά επίσης και οι επικεφαλής των περιοδικών Phantomas ή Le Daily-Bul, όπως οι Τεοντόρ Κενίγκ/Théodore Koenig (1922-1997), Πιερ Πυτμάνς/Pierre Puttemans (1933-2013), Αντρέ Μπαλταζάρ/André Balthazar (1934-2014), Τομ Γκυτ/Tom Gutt (1941-2002) κ.α. Όπως έγραψε ο Πωλ Νουζέ το 1945, σε ένα από τα ποιήματά του με τη μορφή προκήρυξης:
ΣΤΟΥΣ
ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΓΡΑΦΙΑΔΕΣ
ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ
ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΣΤΗ
ΔΙΑΔΟΣΗ
ΣΤΗ
ΜΑΝΙΑ
ΣΤΗΝ
ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΗ
ΣΤΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ
ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΙΡΤΟΥΟΖΟΥΣ
ΝΑ ΘΥΜΙΣΟΥΜΕ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ
ΟΤΙ
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 7
Η σχέση με τη γλώσσα γραφής είναι εξίσου μοναδική στο Βέλγιο. Ο ρομαντικός μύθος ότι η γλώσσα είναι θεμελιώδες στοιχείο της εθνικής ιδιοφυΐας δεν έπιασε: καμία από τις τρεις γλώσσες της χώρας (γαλλική, ολλανδική, γερμανική) δεν της ανήκει ολοκληρωτικά, στο βαθμό που η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες και η Γαλλία θεωρούνται εγγυητές μιας κάποιας γλωσσικής καθαρότητας. Η χρήση της γαλλικής λογοτεχνικής γλώσσας αντιμετωπίζεται επομένως με καχυποψία, τόσο από τους γείτονες του Εξαγώνου όσο και από τους ίδιους τους Βέλγους, οι οποίοι ταλαντεύονται μεταξύ του φόβου να μην αναγνωρίζονται ούτε να γίνονται κατανοητοί μέσα στον δικό τους γλωσσικό χώρο και της επιθυμίας να παίξουν με την ελευθερία, χαρακτηριστικό της νόθου καταγωγής. «Η γλώσσα για την οποία χάνουμε κάθε ελπίδα / να μειώσουμε μαθαίνοντας την» (« La langue qu’on désespère / D’amoindrir en l’apprenant 8»), όπως το σημειώνει εύστοχα ο Γιάν Μπατένς/Jan Baetens (1957-…). Ως εκ τούτου, τρεις στάσεις είναι δυνατές και (περίεργα, ίσως) συνδυάσιμες: η σχολαστική ορθοδοξία, η μελετημένη απόκλιση των γλωσσικών κανόνων ή ο στοχασμός πάνω στα ίδια τα θεμέλια του (ενδιάθετου) λόγου ή της γλώσσας.
Η λεκτική εφευρετικότητα και η προσωδιακή και μετρική ελευθερία του Εμίλ Βεραρέν ανοίγουν το δρόμο μέσα στον οποίο, ακόμα και σήμερα, πολλοί Βέλγοι ποιητές χάνονται. Εκτός από τον ελεύθερο στίχο, το πεζό ποίημα, το οποίο είχε ήδη εφαρμόσει, μετά τον Σαρλ Μπωντλαίρ/Charles Baudelaire, ο ίδιος ο Βεραρέν, άνθισε σε όλες τις μορφές του στο γαλλόφωνο Βέλγιο, προσανατολίζοντας τον λυρισμό προς την αφήγηση, όπως στον Πωλ Νουζέ, στον Ανρί Μισώ ή στον Μαρσέλ Λεκόντ, προς την απαγγελία στο όριο της ρυθμικής αφήγησης, όπως στον Φρανσουά Εμμανυέλ/François Emmanuel (1952-…) ή ακόμα και προς το δοκίμιο όπως στην Κλαιρ Λεζέν/Claire Lejeune (1926-2008). Τα έργα του αείμνηστου Τιμπώ Μπινάρ/Thibaut Binard (1980-2005), της Κατλίν Λορ/Kathleen Lor (1983-…), του Μαξίμ Κοτόν/Maxime Coton (1986-…), του Ωρελιέν Ντονύ/Aurélien Dony (1993-…) ή της Ζεϊνέμπ Αμντί/Zaïneb Hamdi (1990-…), σε διαφορετικό βαθμό, εξερευνούν από την αρχή αυτά τα ίχνη μιας ποίησης που ταλαντεύεται ανάμεσα στην απαγγελία και την αφήγηση. Οι ισχυρές φωνές των ποιητριών σλαμ (slam) Λιζέτ Λομπέ/Lisette Lombé (1978-…) και Τζόιγια Καγιάγκα (Τζόυ Σλαμ)/Gioia Kayaga (Joy Slam, 1990-…) εσωκλείουν την απαγγελία και το τραγούδι. Αντίστοιχα, οι σύντομες μορφές ποίησης και οι ελλειπτικές δομές επιτρέπουν την απεριόριστη ερμηνεία του νοήματος, όπως στους διδύμους Γκαμπριέλ/Gabriel (1920-1992) και Μαρσέλ Πικρέ/Marcel Picqueray (1920-1997), στη Μιμύ Κινέ/Mimy Kinet (1948-1996), στους Αντρέ Σαμπού/André Sempoux (1935-2019), Μαρκ Ντυγκαρντέν/Marc Dugardin (1946-…), Μαρκ Κουαγκεμπέρ/Marc Quaghebeur (1947-…), Υβ Ναμύρ/Yves Namur (1952-…), Φιλίπ Λεκές/Philippe Lekeuche (1954-…) ή ακόμα και στον Όττο Γκανς/Otto Ganz (1970-…). Στη νέα γενιά, ο Αλεξί Αλβαρές/Alexis Alvarez (1980-…), ο Ερίκ Πιετ/Éric Piette (1983-…), ο Νικολά Γκρεγκουάρ/Nicolas Grégoire (1985-…) ή ο Καντέν Βολβέρ/Quentin Volvert (1997-…) συνδέουν δεξιοτεχνικά τη συντομία και την απεριόριστη ερμηνεία του νοήματος. Σημάδι ενός μεταμοντερνισμού τον οποίο πλήρως υποστηρίζουν, κάποιοι ποιητές, οι πιο προικισμένοι της γενιάς τους, αρνούνται να ακολουθήσουν την πεπατημένη και διαμορφώνουν κείμενα που με τη σειρά τους αγγίζουν την αφηγηματική περίοδο και την κομμένη ανάσα της σύντομης μορφής, ακολουθώντας μια ευθεία που τους επιτρέπει να σκάψουν όλο και πιο βαθιά στη γλώσσα για να την εξετάσουν με προσοχή: ο Σελεστέν ντε Μεεΰς/Célestin de Meeûs (1991-…), η Σαρλίν Λαμπέρ/Charline Lambert (1989-…), ο Αρύ Σπιλμάν/Harry Szpilmann (1980-…), ο Αμερικανός 9 Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ/Nathaniel Rudavsky-Brody (1984-…) και ο Αντουάν Βωτέρς/Antoine Wauters 10 (1981-…) είναι μεταξύ αυτών.
Η ποίηση είναι επίσης απεικονιστική υπόθεση και πολλοί ποιητές πειραματίζονται τόσο με την πένα όσο και με το πινέλο ή με τυπογραφικά εργαλεία για να εξερευνήσουν κάτι πέρα από τη γλώσσα. Οι προκάτοχοι όπως ο Πωλ Νουζέ, ο Ανρί Μισώ ή, καλύτερα, ο Κριστιάν Ντοτρεμόν με τα περίφημα λογογράμματά του συνεχίζουν με αυτή την έννοια να λάμπουν πολύ πέρα από τα σύνορα της «Επίπεδης Χώρας». Σε αυτό το πλαίσιο, τα στρατευμένα κολάζ της Λιζέτ Λομπέ εγγράφονται σε μία μακρά παράδοση που ξεκινά από τους υπερρεαλιστές: τον Εντουάρ Λεόν Τεοντόρ (Ε.Λ.Τ.) Μεζένς/E.L.T. Mesens (1903-1971), την Ζάν Γκραβερόλ/Jane Graverol (1905-1984) και τον Μαρσέλ Μαριέν.
Ο υπερρεαλισμός, ο οποίος συνέχισε να ακτινοβολεί στις τέχνες για σχεδόν έναν αιώνα, σήμερα προβάλλεται σαν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού που αποτελεί το φαντασιακό του Βελγίου. Είναι επειδή οι κάτοικοι αυτής της χώρας διατηρούν μια σχέση το λιγότερο διφορούμενη με την πραγματικότητα. Στο Βέλγιο, ο ρεαλισμός είναι κατ’ανάγκη εξωπραγματικός. Ο Βέλγος ποιητής εντοπίζει αυτό που σκαρώνεται κάτω από την εξωτερική επιφάνεια, ακόμη και όταν εκφράζει την αισθητική επιλογή να επιδείξει μια ωμότητα χωρίς συστολή – ας σκεφτούμε τις ασύγκριτες ιδιοφυΐες που είναι ο Ουίλιαμ Κλιφ/William Cliff (1940-…) ή ο Εζέν Σαβιτσκαγιά/Eugène Savitzkaya (1955-…).
Παραδόξως, μια κάποια έγνοια για την ορθοδοξία οδηγεί πολλούς ποιητές, όπως ο Φερνάν Βερεζέν/Fernand Verhesen (1913-2009), να υιοθετήσουν κανονικές μορφές, χωρίς εκπλήξεις. Ωστόσο, ακόμη και όταν ένας Μαρσέλ Τιρύ/Marcel Thiry (1897-1977), ένας Οντιλόν-Ζαν Περιέ/Odilon-Jean Périer (1901-1928), μία Λιλιάν Βουτέρς/Liliane Wouters (1930-2016), ένας Ουίλιαμ Κλιφ ή ένας Λωράν Ντεμουλέν επιστρέφουν σε κανονικούς στίχους με μετρική μορφή ή σε σταθερές φόρμες όπως το σονέτο, το υπονομεύουν χρησιμοποιώντας μια αίσθηση αντίφασης ή πρόκλησης, η οποία απομακρύνεται αμετάκλητα από τον μεγαλόστομο λυρισμό. Η ανατροπή της σύνταξης ή η δημιουργία του απροσδόκητου μέσω ελιγμού μιας φαινομενικά απλής διατύπωσης είναι αυτά που συναρπάζουν, για παράδειγμα, τον Φιλίπ Τζόουνς/Philippe Jones (1924-2016) ή τον Γιάν Μπατένς. Στην πραγματικότητα, είναι η απλότητα – η οποία αποτελεί μάλιστα το περίγραμμα – που δοκιμάζει τόσο την ουσία των λέξεων όσο και τις πιο άμεσες σημασίες τους. Έτσι, η ποίηση των Ζαν ντε Μποσέρ/Jean de Bosschère (1878-1953), Ρομπέρ Βιβιέ/Robert Vivier (1894-1989), Μαρσέλ Τιρύ, Ζακ Ιζοάρ/Jacques Izoard (1936-2008) ή, πιο πρόσφατα, της Καρολίν Λαμάρς/Caroline Lamarche (1955- …) και της Λωράνς Βιέλ/Laurence Vielle (1968-…) σκάβουν αυλάκια που κλονίζουν τα θεμέλια αυτών των εξωτερικών μορφών που πιστεύουμε ότι είναι καλό να αποκαλούμε πραγματικότητα.
Πίσω από το ανέκδοτο συχνά αναδύεται ο πειρασμός ενός ανείπωτου που δεν άπτεται ούτε ενός ιδανικού ούτε ενός μυστηρίου που έχει δραματικούς τόνους. Η ιερουργία της καθημερινής ζωής, «με λόγια του τίποτα, με λόγια του λίγο», για να χρησιμοποιήσουμε την όμορφη έκφραση του Γκυ Γκοφέτ/Guy Goffette (1947-…), επιτρέπει να διεισδύσουμε στην καρδιά του μυστηρίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Καλύτερη από τη στάση του παντογνώστη ποιητή που αναλαμβάνει ο ίδιος την αποστολή να αναλογιστεί τον κόσμο στο μεγαλείο του ή στη λαμπρότητά του, η ταπεινότητα των Βέλγων ποιητών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα αποκαλύπτει, χωρίς να δίνει όμως σημασία, απύθμενες αβύσσους, στην υπηρεσία των οποίων πρέπει να γράψουν: ο Ανρύ Μπωσώ/Henry Bauchau (1913-2012), ο Νταβίντ Σαϊγνέρτ/David Scheinert (1916-1996), ο Φρανσουά Ζακμέν/François Jacqmin (1929-1992), η Κολέτ Νυς-Μαζύρ/Colette Nys-Mazure (1939-…), ο Κριστιάν Υμπέν/Christian Hubin (1941-…), η Κορίν Ουξ/Corinne Hoex (1946- …), η Εβλίν Ουιλουέρτ/Évelyne Wilwerth (1947-…), ο Γκυ Γκοφέτ, η Φρανσουάζ Λιζόν-Λερουά/Françoise Lison-Leroy (1951-…), ο Υβ Ναμύρ, ο Φρανσουά Εμμανυέλ, ο Φρανσίς Ντανμάρκ/Francis Dannemark (1955-…), ο Φιλίπ Λεκές, ο καθένας με τον δικό του τρόπο ακολουθεί αυτόν τον δρόμο που αναμφίβολα συγκεντρώνει τη μεγάλη πλειονοψηφία των Βέλγων ποιητών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Από αυτή την άποψη, η τάση προς τις σοφίες της Άπω Ανατολής σηματοδοτεί βαθιά την ποίηση ενός ο Κριστιάν Ντοτρεμόν, ενός Ανρύ Μπωσώ, ενός Βερνέρ Λαμπερσύ ή πιο πρόσφατα ενός Ολιβιέ Κογέτ/Olivier Coyette (1975-…). Το μακρινό γίνεται τρόπος διερεύνησης του κοντινού, τόσο κοντινού που φαίνεται απείρως ξένο.
Ο 21ος αιώνας δεν απαρνείται ούτε το ανείπωτο του λίγου ούτε το άπειρο της αβύσσου: οι σημερινοί Βέλγοι ποιητές τόλμησαν να βουτήξουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το βλέμμα τους στο κενό, το οποίο τους στέλνει πίσω μια άγνωστη ακόμα εικόνα του εαυτού τους. Ακόμη περισσότερο από τη γενιά που προηγήθηκε, μπόρεσαν να εμποτιστούν στο σύγχρονο κόσμο, να εκφράσουν τη συμβολική του βία που βαραίνει τις ψυχές καθώς και την ομορφιά που με τη σειρά της τις ανυψώνει. Ήρθε η ώρα το ελληνικό κοινό να ανακαλύψει αυτή τη νέα γενιά ποιητών, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την προηγούμενη Ανθολογία βελγικής ποίησης γαλλικής έκφρασης, που εκδόθηκε από τον Σωτήρη Γ. Τσαμπηρά 11.
Οι δεκαπέντε Βέλγοι ποιητές γαλλικής έκφρασης που συγκεντρώθηκαν σε αυτήν την ανθολογία γεννήθηκαν μεταξύ του 1978 και του 1997· όλοι ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους μετά το 2000. Αυτή η χρονολογική επιλογή ξεπερνά το θαυμάσιο έργο του Υβ Ναμύρ La nouvelle poésie française de Belgique [Η νέα γαλλική ποίηση του Βελγίου], το οποίο προοριζόταν, όπως υποδεικνύει και ο υπότιτλος του, για Une lecture de poètes nés après mai 68 12 (Μια ανάγνωση ποιητών που γεννήθηκαν μετά το Μάη του 68]. Το έργο του είχε εντοπίσει ήδη από τότε μερικά από τα ταλέντα που βρίσκουμε στην παρούσα ανθολογία: Τιμπώ Μπινάρ, Κατλίν Λορ, Νικολά Γκρεγκουάρ και Μαξίμ Κοτόν. Η γραφή αυτών των νέων δημιουργών γαλουχήθηκε από την ανάγνωση επιφανών συμπατριωτών τους (Μπωσώ, Μισώ, Νουζέ, Βεραρέν, κ.α.), σπουδαίων Γάλλων και Γαλλόφωνων συγγραφέων (Σαρλ Μπωντλαίρ, Στεφάν Μαλλαρμέ/Stéphane Mallarmé, Αρθούρος Ρεμπώ/Arthur Rimbaud, Πωλ Ελυάρ/Paul Éluard, Μπλέζ Σαντράρ/Blaise Cendrars, Αντρέ ντυ Μπουσέ/André du Bouchet, Μπενζαμέν Φοντάν/Benjamin Fondane, Γκερασίμ Λυκά/Gherasim Luca, Λοράν Γκασπάρ/Loránd Gáspár, κ.α.), ή ακόμη και της ρώσικης (όπως στην ποίηση του Σελεστέν ντε Μεεΰς) ή της ισπανοαμερικανικής λογοτεχνίας (όπως, για παράδειγμα, στον Αλεξί Αλβαρές και στον Τιμπώ Μπινάρ). Εντούτοις, η γραφή τους είναι απολύτως πρωτότυπη και δεν μιμείται καμία παράδοση ή στυλ. Διαβάζοντας τις συλλογές τους (και τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ), δεν μπορεί κανείς παρά να εντυπωσιαστεί από την πνοή, τη λυρική ορμή, τον αγώνα ενάντια σε κάθε είδους ιδεολογίες, στοιχεία που εξιδανικεύουν την ποιητική διαδικασία αυτής της νέας γενιάς που δεν σταματά να ξαναφτιάχνει, χωρίς γλωσσικά τεχνάσματα, τον σημερινό κόσμο με στόχο να «επιδιορθώσει/θεραπεύσει» τόσο αυτόν τον κόσμο όσο και το ίδιο το σύμπαν της ποίησης. Οι Βέλγοι ποιητές είναι μοναχικοί και αλληλέγγυοι ερευνητές που φροντίζουν να συμφιλιώσουν το ατομικό με το συλλογικό, μέχρι την καρδιά της ύπαρξης (κοινωνικής, ποιητικής, πολιτικής, κ.λ.π.), ως αποκάλυψης και παρουσίας στον κόσμο.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα παραλληλισμό μεταξύ της βελγικής ποίησης και των τριών χρωμάτων της σημαίας του Βελγίου (μαύρο, κίτρινο, κόκκινο), στις αρχές του 21ου αιώνα, όπου η ομοσπονδιακή συγκρότηση του κράτους βαρύνει πολύ τον ορισμό μιας εθνικής ταυτότητας η οποία πάντα θεωρείτο απερίφραστα προβληματική. Το πένθιμο μαύρο σηματοδοτεί την κάθοδο στο έρεβος, το πένθος και την υπόσχεση μιας μελλοντικής ανάστασης 13, καθώς και την απόρριψη της ματαιοδοξίας: «Στην αλχημεία, το μαύρο σημαίνει την αρχέγονη ύλη που πρέπει να μετατραπεί στο έργο σε φιλοσοφική λίθο. Αυτό το μαύρο χώμα είναι επομένως και ένα εύφορο έδαφος από το οποίο πρέπει να εξαγάγουμε με διαδοχικές διεργασίες την κρυφή γονιμότητα 14». Αυτή η εύφορη γη της ποιητικής οργώνεται με αποφασιστικότητα από αυτούς τους ποιητές των οποίων η δράση αναιρεί την υποτιθέμενη πνευματική ξηρασία της «Γενιάς Υ», στην οποία ανήκουν. Καλύτερα ακόμα, εκμεταλλεύονται την τεχνολογία και τα κοινωνικά δίκτυα για να κάνουν γνωστά τα έργα τους ή/και για να υποστηρίξουν επίκαιρα ζητήματα (οι Μαξίμ Κοτόν, Λιζέτ Λομπέ, Ωρελιέν Ντονύ, Τζόιγια Καγιάγκα είναι αναμφισβήτητα οι πιο δραστήριοι προς αυτήν την κατεύθυνση). Σε φόντο χρυσής άμμου, το κίτρινο είναι, στη συνέχεια, το σύμβολο του μαγικού χρυσού των αλχημιστών, των ποιητών ως αλχημιστών του λόγου που μετατρέπουν τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους ευαισθησία σε ποιητική πράξη. Αυτό το χρώμα παραπέμπει επίσης στο ηλιακό φως, αλλά και στα λουλούδια και στα άγρια φυτά που φυτρώνουν στο Βέλγιο: όπως το γάλιο, οι κίτρινες ανεμώνες ή τα κίτρινα νούφαρα. Τέλος, το κόκκινο είναι το χρώμα της φωτιάς, της ζωτικής ενέργειας, του αίματος, του διάπυρου έρωτα, της επανάστασης, του αγώνα. Η φωτιά της δημιουργίας ζωντανεύει το φανάρι αυτών των νέων συγγραφέων, το οποίο θα φωτίσει τη διαδρομή τους στην καρδιά του κόσμου, επιστρέφοντας πίσω στην πηγή της ποίησης (ποίησις από το ελληνικό ρήμα ποιείν/ποιέω-ῶ που σημαίνει «κάνω, δημιουργώ»): η δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου με όλες τις σημασίες του όρου. Τα τρία χρώματα, η βελγική σημαία τα μοιράζεται με τον μύθο του φοίνικα που είναι το σύμβολο της πεμπτουσίας: αυτοί οι νέοι ποιητές ξέρουν να (ξανα)γεννούν έναν κόσμο μέσα και μέσω της λυρικής γλώσσας, τον οποίο έτσι αναβιώνουν, οι αλχημιστές αυτοί του λόγου.
Μια εξαντλητική καταγραφή των χαρακτηριστικών και των θεμάτων που παρουσιάζονται στη νέα βελγική ποίηση είναι ανέφικτη γιατί οι ιδιαιτερότητες των συγγραφέων είναι τόσο έντονες και τόσο διαφορετικές. Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε ότι όλοι συλλαμβάνουν την ποίηση ως ένα μεγάλο πεδίο πειραματισμών, στην απαρχή του οποίου βρίσκεται η ρεμπωτική «δημιουργική παρόρμηση» («impulsion créatrice 15»). Οι ποιητές επιδεικνύουν μια εξαιρετική εφευρετικότητα σε γενικά και υφολογικά θέματα, πλέκοντας ετερόκλιτα στοιχεία: συγκείμενα, τεχνικές, μορφές, ρυθμούς. Πιστοί στην πατρίδα των «γλωσσικά ατάκτων», για να χρησιμοποιήσουμε την πετυχημένη έκφραση του Μαρκ Κουαγκεμπέρ 16, και άξιοι συνεχιστές του Εμίλ Βεραρέν, οι νέοι ποιητές παραμένουν ανυπότακτοι στον κανονικό στίχο (με μετρική μορφή). Μπόρεσαν να ενσωματώσουν στο σύμπαν τους μια νεωτερικότητα την οποία κληρονόμησαν από προγενέστερα πρότυπα, τα οποία αφομοίωσαν στο δικό τους «εδώ και τώρα» με την υψηλότερου βαθμού πρωτοτυπία.
Αυτή η γενιά γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί το χώρο της σελίδας καθώς και το χώρο πέρα από τη σελίδα. Αυτοί οι ποιητές κινούνται επιδέξια από το πεζό ποίημα/poème en prose (οι Τιμπώ Μπινάρ, Τζόιγια Καγιάγκα, Αρύ Σπιλμάν, Σαρλίν Λαμπέρ), στον πεζό στίχο/verset, ο οποίος χαρακτηρίζεται από «σύνολα που υπερβαίνουν το μέτρο του στίχου, και που μπορούν ακόμη και να καταλαμβάνουν πολλές γραμμές, έως και μια ολόκληρη παράγραφο 17». Οι ρίμες/ομοιοκαταληξίες (ιδιαίτερα στη Ζεϊνέμπ Αμντί και στην Τζόιγια Καγιάγκα) γειτνιάζουν με τον ελεύθερο στίχο (που χρησιμοποιούν οι Αλεξί Αλβαρές, Ερίκ Πιετ, Σελεστέν ντε Μεεΰς, Καντέν Βολβέρ ή η Κατλίν Λορ). Το λευκό κενό διάστημα είναι τώρα εξίσου σημαντικό με το κείμενο, ένα κενό που δεν είναι «διάστημα που παρεμβάλλεται στον χρόνο ενός κειμένου. Είναι ένα τμήμα της εξέλιξής του, το φαίνεσθαι του λέγειν 18». Tα λευκά κενά είναι «ζώνες σιωπής, σαν ο ποιητής να μην τα έλεγε όλα 19», «εντυπώσεις ρυθμού […] ικανές να ερμηνευτούν αναλογικά ως διαφορές στην ταχύτητα, στην πυκνότητα ή στην ένταση 20», γεγονός που φαίνεται με μπρίο στα κείμενα των Τιμπώ Μπινάρ, Νικολά Γκρεγκουάρ, Σαρλίν Λαμπέρ, Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ ή του Ωρελιέν Ντονύ. Θέλοντας με επιμέλεια να ενώσουν τον ρυθμό και την τυπογραφία, ο Αλεξί Αλβαρές και Μαξίμ Κοτόν (σε ένα βαθμό και ο Σελεστέν ντε Μεεΰς) παίζουν ενθουσιωδώς με τις καθέτους (/), τις παύλες μεσαίου μεγέθους (–), με την έντονη γραφή ή με το χρώμα, ενώ η Σαρλίν Λαμπέρ τολμά να κόψει μια λέξη στην καρδιά της για να την τελειώσει στην επόμενη γραμμή. Ο Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ καταφεύγει στην Ουλιπιανή συνθήκη της χιονοστιβάδας (boule de neige), ενώ οι Λιζέτ Λομπέ, Αλεξί Αλβαρές και Μαξίμ Κοτόν επιδίδονται σε κείμενα-σλόγκαν, τα οποία ταλαντεύονται μεταξύ διαφήμισης και τηλεγραφήματος, ανανεώνοντας την υπερρεαλιστική παράδοση που ξεκίνησε ο Πωλ Νουζέ.
Καθρέφτης του εποικοδομητικού διαλόγου ανάμεσα στην ποίηση και τις τέχνες (μουσική, ζωγραφική, φωτογραφία, θέατρο, κ.λ.π.), τα έργα των νέων Βέλγων ποιητών δημιουργούν, όπως λέει ο Ρίχαρντ Στράους/Richard Strauss, έναν «συνεκτικό κρίκο [ο οποίος] ενώνει όλες τις τέχνες, οι οποίες υποκλίνονται με αγάπη η μία στην άλλη, προετοιμάζονται μέσα στη χαρά για παιχνίδια και γιορτές 21», χωρίς να παραλείψουν να αποτυπώσουν την πιο ωμή, μερικές φορές, κοινωνική πραγματικότητα. Ο Τέοντορ Β. Αντόρνο/Theodor W. Adorno ορθώς επεσήμανε ότι «τα όρια μεταξύ των καλλιτεχνικών ειδών είναι μεταξύ τους ρευστά 22». Αυτή η δήλωση βρίσκει τη βέλτιστη εφαρμογή της στη νέα βελγική ποίηση γαλλικής έκφρασης: ο Ερίκ Πιετ στήνει ποιήματα τα οποία είναι σαν μικρά κινηματογραφικά καρέ που τραβήχτηκαν μέσα σε ένα τρένο μεταξύ δύο προορισμών· ο Σελεστέν ντε Μεεΰς και ο Αρύ Σπιλμάν «βγάζουν» ποιήματα-φωτογραφίες· ο Αλεξί Αλβαρές φτιάχνει ποιήματα γκράφιτι. Δεν ξεχνάμε βέβαια και τα κολάζ της Λιζέτ Λομπέ, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η ποίηση, στο σταυροδρόμι των ειδών, δίνει πρωταρχική θέση στην προφορικότητα, είτε ως επαναλαμβανόμενη θεματική ανησυχία (ιδιαίτερα στη Σαρλίν Λαμπέρ και στον Αρύ Σπιλμάν) είτε ως μορφική πρακτική. Χάρη στο σλαμ (οι Λιζέτ Λομπέ και Τζόιγια Καγιάγκα), το οποίο είναι μια εκτελεστική και παραστατική δραστηριότητα (μεταξύ μουσικότητας και θεατρικής απαγγελίας), η ποίηση έχει επανασυνδεθεί με ένα πιο ευρύ κοινό από το στενό κύκλο των μορφωμένων. Ο Αλεξί Αλβαρές και ο Ωρελιέν Ντονύ είναι τραγουδιστές, ο Μαξίμ Κοτόν ίδρυσε ένα μουσικό συγκρότημα τζαζ ροκ και ο Καντέν Βολβέρ ενδιαφέρεται επίσης για τη μουσική. Ο Ωρελιέν Ντονύ ανεβάζει θεατρικές παραγωγές και μεγαλόφωνες αναγνώσεις με σκοπό να κάνει την ποίηση προσβάσιμη, φέρνοντάς την έτσι πιο κοντά με τις παραστατικές τέχνες.
Δύο μεγάλα θεματικά πεδία φαίνεται να κυριαρχούν στην απόλυτα σύγχρονη βελγική ποιητική παραγωγή. Από τη μία πλευρά, η σχέση με τον Άλλο ή με τον «ίδιο τον εαυτό ως άλλο», για να χρησιμοποιήσουμε έναν τίτλο του Γάλλου φιλόσοφου Πωλ Ρικέρ/Paul Ricœur 23. Το ανεξάντλητο θέμα του έρωτα είναι προφανώς παρόν: απογοήτευση στον Τιμπώ Μπινάρ, ιερουργία στον Ωρελιέν Ντονύ και στον Μαξίμ Κοτόν, σαρκική εμπειρία στον Αλεξί Αλβαρές ή στη Σαρλίν Λαμπέρ, η οποία καταφέρνει να πλέξει τον ερωτισμό και την πληρότητα της αίσθησης μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα το οποίο είναι πάντα ομιλών. Η φυσική αίσθηση βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο του έργου της Κατλίν Λορ ή του Αρύ Σπιλμάν, οι οποίοι, όπως και η Σαρλίν Λαμπέρ, ο Ωρελιέν Ντονύ ή ο Μαξίμ Κοτόν, εξερευνούν τον εγγενή δεσμό που ενώνει τα φυσικά φαινόμενα και το σώμα που τα δέχεται σαν εμπειρία αντίληψης, όσο ανεπαίσθητη και αν είναι αυτή. Σε αυτή τη γενιά ποιητών, οι ανθρώπινες σχέσεις φαίνονται σαν μια συνάντηση με αυτό που είναι αναμφισβήτητα διαφορετικό από τον ίδιο του τον εαυτό, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών δεσμών (για παράδειγμα στον Ερίκ Πιετ ή στον Μαξίμ Κοτόν). Η πορεία του ποιητή τον οδηγεί να προχωρήσει μπροστά από ό,τι αναπόφευκτα ξένο θα παραμείνει σε αυτόν. Ο κόσμος είναι μια περιοχή που μπορεί κανείς να την παρατηρεί αενάως (Τιμπώ Μπινάρ, Σελεστέν ντε Μεεΰς), οι εξωτερικές περιπλανήσεις χαράζουν ένα εσωτερικό μονοπάτι μύησης και ενδεχομένως ενσυναίσθησης (ειδικά στον Σελεστέν ντε Μεεΰς και στον Ερίκ Πιετ). Εάν η απογοήτευση καραδοκεί τον ποιητή, αυτός το αποδέχεται ως έχει και χαράσσει μια αβέβαιη χαρτογραφία της δικής του αποστολής (Αρύ Σπιλμάν, Νικολά Γκρεγκουάρ, Μαξίμ Κοτόν, Ωρελιέν Ντονύ) ή της δικής του ταυτότητας (μοναδικά στις Τζόιγια Καγιάγκα και Ζεϊνέμπ Αμντί).
Από την άλλη, και ακολουθώντας το πρώτο θεματικό πεδίο, υπάρχει μια θαμπή ανησυχία για το μέλλον. Μεταξύ των απειλών: η εκκωφαντική σιωπή του κόσμου (Ερίκ Πιετ), το φάντασμα του θανάτου και του πένθους (Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ) ή η επικίνδυνη πορεία της σύγχρονης ιστορίας. Ο ποιητής είναι αποφασιστικά προσεκτικός στον πόνο και στους κινδύνους που ελλοχεύουν, αντιμετωπίζοντας με θάρρος τα καυτά θέματα της επικαιρότητας: η γενοκτονία της Ρουάντας στον Νικολά Γκρεγκουάρ, οι πόλεμοι στον Καντέν Βολβέρ, η μεταναστευτική κρίση στον Σελεστέν ντε Μεεΰς και στον Ωρελιέν Ντονύ, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, η καταπίεση των μειονοτήτων και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός στις Ζεϊνέμπ Αμντί, Τζόιγια Καγιάγκα και Λιζέτ Λομπέ. Για την τελευταία, η γραφή είναι καταφύγιο και «οπλισμένη με μια φωτιά που δεν πολεμά», που επιλέγει «της καθημερινότητας τη μεγάλη ανατροπή», σύμφωνα με τους καίριους στίχους του ποιήματος με τίτλο «Ασμά».
Όπως μαρτυρούν τα έργα της Σαρλίν Λαμπέρ, της Λιζέτ Λομπέ ή της Κατλίν Λορ, η ροπή προς την εσωτερική αναδίπλωση δεν εμποδίζει κάποιον να εισέλθει στην πληρότητα μέσω της ποιητικής στάσης, γιατί, τελικά, «η χαρά είναι / αυτή που κατευθύνει», όπως γράφει η Σαρλίν Λαμπέρ, χαρά στην οποία επιμένει το έργο της Τζόιγια Καγιάγκα, το όνομα της οποίας είναι από μόνο του ένα σύμβολο αντίστασης στη δυστυχία. «Να κυριεύσει το αισθητό», όπως γράφει η Κατλίν Λορ, να επιστρέψει στην πηγή του ποιητικού γεγονότος, να εξορκίσει το οποιασδήποτε φύσης κακό μέσα και μέσω της γλώσσας, να καλέσει το σκοτάδι για να το διαλύσει αμέσως μέσω του λαμπρού φωτός της ποίησης: αυτή είναι η αποστολή την οποία ανέλαβε η νέα βελγική ποίηση γαλλικής έκφρασης.
Ο θεωρητικός και μεγάλος υπερασπιστής της ποίησης, όπως ο Υβ Μπονφουά, ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996, Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979) αντιλαμβάνεται την ποίηση «σαν μια πηγή αθωότητας γεμάτης από επαναστατικές δυνάμεις, που αποστολή του [μου] είναι να τις κατευθύνει[ω] επάνω σ’ έναν κόσμο απαράδεκτο για τη συνείδησή του[μου]· ελπίζοντας, μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις, να τον κάνει[ω] πιο σύμφωνο με τα όνειρά του [μου] 24». Και ο Αντιφωνητής, στη συλλογή του Μαρία Νεφέλη, λέει:
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα 25·
Αυτή είναι η ποίηση που «επαναπατρίζει» (« rapatrie 26»), κατά την έκφραση του Ζαν-Πιερ Σιμεόν/Jean-Pierre Siméon, τους νέους Βέλγους ποιητές, οι οποίοι ξέρουν πώς να «πιάσουν την αστραπή». Η Ανθολογία νέων Βέλγων ποιητών γαλλικής έκφρασης, την οποία κρατάτε στα χέρια σας, το αποδεικνύει περίτρανα 27.
Κριστόφ Μερέ/Christophe Meurée
Διδάκτωρ γλωσσών και γραμμάτων του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν (UCLouvain)
Επιστημονικός βοηθός Α’ Βαθμίδας στα Αρχεία και στο Μουσείο Λογοτεχνίας των Βρυξελλών
[Premier assistant scientifique aux Archives & Musée de la Littérature (AML) de Bruxelles].
Χρήστος Νίκου
Μέλος ΕΕΠ του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Μέλος του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Ε.Α.Π.
Διδάκτωρ Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sorbonne Université – Faculté des Lettres.
1. Οι ανθολόγοι και συντάκτες του παρόντος προλόγου θέλουν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους προς την υπηρεσία Προώθησης των Γραμμάτων (Promotion des Lettres) της Ομοσπονδίας Βαλλονίας-Βρυξελλών και ιδιαιτέρως προς στην Nausicaa Dewez και στους Laurent Moosen και Thibault Carion.
2. Το αρσενικό γένος χρησιμοποιείται στον παρόντα πρόλογο ως ουδέτερο γένος, με σκοπό να ελαφρύνουμε το κείμενο (π.χ. ποιητής/ποιήτρια).
3. Yves Bonnefoy, L’Improbable et autres essais, Παρίσι, εκδόσεις Mercure de France, 1980, σελ. 120: «Il faut […] réinventer un espoir. Dans l’espace secret de notre approche de l’être, je ne crois pas que soit de poésie vraie qui ne cherche aujourd’hui, et ne veuille chercher jusqu’au dernier souffle, à fonder un nouvel espoir» («Πρέπει να […] ανακαλύψουμε την ελπίδα. Μέσα στο μυστικό χώρο της προσέγγισης μας του είναι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει αληθινή ποίηση που να μην αναζητά σήμερα, και να μην θέλει να αναζητά μέχρι την τελευταία της πνοή, να δώσει καινούργια ελπίδα»).
4. Yves Bonnefoy, «Sur la fonction du poème», στο La Vérité de parole et autres essais, Παρίσι, εκδόσεις Mercure de France, σειρά «Folio essais», 1995 [1988], σελ. 514. Το γαλλικό κείμενο: «Toujours je suis en train de détruire. Et peu m’importe si quelque bien, à ma mesure, s’y perd, puisque c’est donc sous le signe, je vous l’ai dit, d’un espoir».
5. Yves Bonnefoy, Notre besoin de Rimbaud, Παρίσι, εκδόσεις du Seuil, σειρά «Librairie du xxie siècle», 2009 (από την παρουσίαση του εκδότη).
6. Werner Lambersy, La Poésie francophone de Belgique, Παρίσι, εκδόσεις Le Cherche Midi, σειρά «Espaces», 2002, σελ. 12.
7. Paul Nougé, «Aux écrivains publics et aux poètes poètes», στο Au palais des images les spectres sont rois. Écrits anthumes 1922-1967, Παρίσι, εκδόσεις Allia, 2017, σελ. 210 (δική μας μετάφραση). Το γαλλικό κείμενο: «aux / écrivainspublics / etaux / poètespoètes / À / l’expan-sion / À / la Manie / À / laconfidence / À / lavanité / À / lacandeur / auxprophètes / co MM eauxvirtuoses / rappelonssansnouslasser / que / l’expériencecontinue».
8. Jan Baetens, Hotel H, in Ici, mais plus maintenant, Βρυξέλλες, εκδόσεις Les Impressions nouvelles, 2019, σελ. 97.
9. Αν και κατάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο Νατάνιελ Ρουντάβσκυ-Μπρόντυ γράφει στα γαλλικά και εκδίδει σε βελγικούς εκδοτικούς οίκους, μοναδική περίπτωση στο λογοτεχνικό τοπίο της «Επίπεδης Χώρας», γεγονός που δικαιολογεί την παρουσία του στην παρούσα ανθολογία.
10. Ο Αντουάν Βωτέρς αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ανθολογία, εκτιμώντας ότι η ποιητική του σταδιοδρομία έχει οριστικά δώσει τη θέση της στη μυθιστορηματική. Παρόλα αυτά το λυρικό του έργο κατέχει σημαντική θέση στη νέα αυτή γενιά.
11. Σωτήρης Γ. Τσαμπηράς, Ανθολογία Σύγχρονων Γαλλόφωνων Βέλγων Ποιητών, Αθήνα, Πρόσπερος, 1991.
12. Châtelineau, εκδόσεις Le Taillis Pré, 2009. Από το 2020, ο Υβ Ναμύρ είναι ο ισόβιος γραμματέας της Βελγικής Βασιλικής Ακαδημίας Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας.
13. Michel Cazenave (επιμ.), Encyclopédie des symboles, Παρίσι, εκδόσεις La Pochothèque/Le Livre de poche, σειρά «Encyclopédies d’aujourd’hui», 1996, σελ. 443.
14. Στο ίδιο, σελ. 443
15. Ποίημα «Jeunesse», από τις Εκλάμψεις/Illuminations, στο Arthur Rimbaud, Œuvres complètes, επιμέλεια και σχόλια από τον Καθηγητή Pierre Brunel, Παρίσι, εκδόσεις La Pochothèque/Le Livre de poche, σειρά «Classiques modernes», 1999, σελ. 495.
16. Marc Quaghebeur, «Belgique: un pays d’irréguliers du langage», στο Árpád Vigh (επιμ.), L’identité culturelle dans les littératures de langue française, Παρίσι-Πετς, εκδόσεις Agence de coopération culturelle et technique-Presses universitaires de Pécs, 1989, σελ. 53-64.
17. Michèle Aquien, Dictionnaire de poétique, Παρίσι, εκδόσεις Le Livre de poche, 1993, σελ. 314. Το γαλλικό κείμενο: «des ensembles qui excèdent la mesure du vers, et peuvent même compter plusieurs lignes, jusqu’au paragraphe entier».
18. Henri Meschonnic, Critique du rythme. Anthropologie historique du langage, Λαγκράς, εκδόσεις Verdier, 1982, σελ. 304. Το γαλλικό κείμενο: «un blanc n’est pas de l’espace inséré dans le temps d’un texte. Il est un morceau de sa progression, la part visuelle du dire».
19. Michel Sandras, Lire le poème en prose, Παρίσι, εκδόσεις Dunod, σειρά «Lettres Sup / Lire», 1995, σελ. 40. Το γαλλικό κείμενο: «des zones de silence, comme si le poète ne disait pas tout».
20. Michel Murat, Le Coup de dés de Mallarmé. Un recommencement de la poésie, Παρίσι, εκδόσεις Belin, σειρά «L’extrême contemporain», 2005, σελ. 181. Το γαλλικό κείμενο: «des effets de rythme […] susceptibles d’être interprétés analogiquement comme des variations de vitesse, de densité ou d’intensité».
21. «Der schöne Bund vereint alle Künste. Sie neigen sich liebend zueinander, bereiten sich freudig zu festlichem Spiel!», απόσπασμα από το Καπρίτσιο του Ρίχαρντ Στράους, σε μετάφραση από τα γαλλικά του Bernard Banoun, L’Avant-scène Opéra, τεύχος 152, 1993, σελ. 91. Δική μας μετάφραση στα ελληνικά.
22. Theodor W. Adorno, L’Art et les arts, Παρίσι, εκδόσεις Desclée de Brouwer, 2010 [1966], σελ. 43.
23. Paul Ricœur, Soi-même comme un autre, Παρίσι, εκδόσεις du Seuil, σειρά «Points essais», 1990
24. Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, Αθήνα, Ίκαρος, 2006 [1992], σελ. 207.
25. Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Αθήνα, Ίκαρος, 2005 [2002], σελ. 419
26. Mikaël Faujour, «Jean-Pierre Siméon: la poésie nous rapatrie. Trois questions à un acteur et défenseur de la poésie», περιοδικό Marianne, συνέντευξη δημοσιευμένη στις 23 Αυγούστου 2020. Διαθέσιμο στο : <https://www.marianne.net/culture/jean-pierre-simeon-la-poesie-nous-rapatrie>.
27. Η παρούσα εισαγωγή γράφτηκε πρώτα στα γαλλικά και θα εκδοθεί ξεχωριστά. Μεταφράστηκε/Αποδόθηκε στα ελληνικά από τον Χρήστο Νίκου, ο οποίος ευχαριστεί θερμά τη ΜΧ για τη βοήθειά της).