Ανθολόγηση-Πρόλογος: Άρθουρ Μποτ
Μετάφραση: Ειρήνη Παπακυριακού
*
Σιμόνε Ατανγκανά Μπεκόνο, Μπέρναρντ Βέσελινγκ, Κίρα Βουκ, Μαράιε Λάνγκελααρ, Λίκε Μάρσμαν, Ντιν Μπάουεν, Έλεν Ντέκβιτς, Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ, Ρούλοφ τεν Νάπελ, Ράντνα Φαμπίας, Χάνα φαν Βίρινγκεν, Χάνα φαν Μπίνσμπερχεν, Μάαρτεν φαν ντερ Χράαφ
Find the book here
Στην έκθεση της κριτικής επιτροπής του Μεγάλου Βραβείου της Ποίησης (Grote Poëzieprijs), του σημαντικότερου ετήσιου βραβείου για την ποίηση στην Ολλανδία, διαβάζουμε πως για το 2019 υποβλήθηκαν εκατόν πενήντα συλλογές και για το 2020 εκατό δεκαοχτώ: αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ξεκάθαρα πως η ποίηση στην Ολλανδία είναι ολοζώντανη. Αν κοιτάξουμε την αναλογία αντρών-γυναικών στις υποβληθείσες συλλογές, θα παρατηρήσουμε πως η πλειονότητα, κάπου 70%, αφορά άντρες ποιητές. Η ποίηση που υποβάλλεται παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία: από λυρική ως νηφάλια λακωνική, από αφηρημένη ως ανεκδοτολογική, από στρατευμένη ως πολύ προσωπική και από τολμηρά πειραματική ως παλιομοδίτικα παραδοσιακή. Πολλά από αυτά τα ποιήματα είναι πολιτικά φορτισμένα και, κυρίως στις συλλογές του 2020, βλέπουμε να παίζει μεγάλο ρόλο ο προβληματισμός για την κλιματική αλλαγή. Πώς σχετίζεται αυτή η ελληνική ανθολογία μας με αυτές τις πολύ γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με τη σύγχρονη ολλανδική ποίηση;
Παρατηρώντας τους ποιητές αυτής της ανθολογίας, εντοπίζουμε κατ’ αρχάς μια αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με την τάση των συλλογών που υποβάλλονται στο Μεγάλο Βραβείο της Ποίησης: στην ανθολογία μας η αναλογία αντρών-γυναικών είναι η ακριβώς αντίστροφη: από τους δεκατρείς ποιητές περιλαμβάνονται μόλις τέσσερις άντρες, δηλαδή 70% γυναίκες και 30% άντρες. Αυτό έχει να κάνει με την τάση της νεότερης γενιάς Ολλανδών ποιητών, τουλάχιστον των υψηλού επιπέδου, όπου παρατηρούμε μια μετακίνηση της φαινομενικά παραδοσιακής μόδας. Όπως έχει ήδη σχολιάσει ο Ολλανδός ποιητής Alfred Schaffer: οι καλύτεροι ποιητές δεν είναι πια κατά κύριο λόγο λευκοί και άντρες, αλλά έγχρωμοι και γυναίκες. Οι περισσότεροι ποιητές έχουν ακαδημαϊκή εκπαίδευση, διατηρούν σχέσεις με το εξωτερικό και δημοσιεύουν και άλλο έργο. Σχεδόν όλοι οι ποιητές της ανθολογίας μας παρουσιάζουν και κοινή θεματική: την αναζήτηση μιας μορφής ταυτότητας, τόσο εθνικής όσο και προσωπικής. Οι περισσότεροι νέοι ποιητές γράφουν για τον προσωπικό τους κόσμο με τη δική τους θεώρηση της ύπαρξης και του σύμπαντος. Η αναζήτηση της δικής τους θέσης μέσα σε αυτόν και της στάσης τους απέναντι στον κόσμο που κυριαρχείται από τον φαινομενικά μη αναστρέψιμο νεοφιλελευθερισμό και το σχετιζόμενο καπιταλιστικό σύστημα, την αυτοματοποίηση και το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα, την (σεξουαλική) κακοποίηση, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό, γεννά μια ποίηση που τείνει προς μια λογοτεχνία με αφηγηματικό χαρακτήρα, όπου ο λυρισμός, η πρόζα και τα δοκιμιακά στοιχεία συλλειτουργούν. Ένας αριθμός ποιημάτων συνδέει απρόσκοπτα τη θεματική του με το κίνημα #MeToo και το #BlackLivesMatter. Σχεδόν όλοι οι ποιητές γράφουν για τη διαδικασία της ποίησης/γραφής (μεταποίηση). Συναντάμε την απλή καθημερινή γλώσσα πλάι στη δυσνόητη πειραματική και ερμητική ποίηση, μερικές φορές ακόμη και μια «νέα» γλώσσα, όπου οι ολλανδικοί γλωσσικοί κανόνες δεν ισχύουν πια. Οι περισσότεροι από τους ποιητές μας είναι συγχρόνως εξαιρετικοί ερμηνευτές (performers), που έχουν κερδίσει βραβεία, όπως για παράδειγμα σε αγώνες poetry slam: αυτό καταδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι πολλά από τα ποιήματα της ανθολογίας διαθέτουν θεατρικά στοιχεία και είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για επιτόπου απαγγελία μπροστά σε κοινό. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να καλέσω τους αναγνώστες αυτής της ανθολογίας να ακούσουν ζωντανά και να απολαύσουν τους ποιητές μας στο YouTube!
Όπως ήδη υπονοήθηκε παραπάνω: οι δεκατρείς νέοι ποιητές μας αναμφισβήτητα ανήκουν στους καλύτερους της γενιάς τους. Τους επέλεξα πρωτίστως για τα ποιήματά τους και τη λογοτεχνική αξία τους. Αυτή την αξία δεν την έχει καθορίσει μόνο ο προσωπικός διάλογός μου με τα κείμενά τους, μα και το πόσο εμφανίζονται στο πολιτιστικό προσκήνιο, καθώς και η φήμη τους, αφού όλοι τους έχουν πάρει πολλές, κατά κανόνα θετικές, κριτικές, οι οποίες γράφτηκαν από τους πλέον πρωτοποριακούς κριτικούς και φιλολόγους, που συχνά είναι και οι ίδιοι ποιητές και συγγραφείς. Επιπλέον, όλοι οι ποιητές έχουν κερδίσει σημαντικά βραβεία ποίησης ή τουλάχιστον ήταν υποψήφιοι για αυτά. Οι ποιητές που παρουσιάζονται εδώ είναι σπουδαίοι τεχνίτες της γλώσσας, οι οποίοι συχνά δημιουργούν πρωτοποριακή ποίηση με εκπληκτικό πλούτο από εικόνες. Όλοι, λοιπόν, οι ποιητές οφείλουν τη συμπερίληψή τους σε αυτή την ανθολογία στην ποιότητα των ποιημάτων τους. Παρόλο που κάποιοι από αυτούς έχουν, στο μεταξύ, εκδώσει περισσότερες από τρεις ποιητικές συλλογές ή έχουν περάσει τα σαράντα, αυτό δεν ίσχυε όταν έκανα την επιλογή στα τέλη του 2018. Στην ανθολογία δεν περιλαμβάνονται ποιήματα στα ολλανδικά (φλαμανδικά) του Βελγίου, ούτε στα φρισλανδικά, που ομιλούνται και γράφονται μεν στην Ολλανδία, αναγνωρίζονται δε ως ξεχωριστή γλώσσα, ούτε και στα νοτιοαφρικανικά, μια ιδιαίτερη μορφή των ολλανδικών από την εποχή της αποικιοκρατίας. Δεν δόθηκε επίσης προσοχή στην τοπική διαλεκτική ποίηση. Σε μια σειρά όπως αυτή αξίζει στην καθεμιά ξεχωριστά η δική της ανθολογία.
Ας δούμε εν συντομία τους δεκατρείς ποιητές μας. Σχολιάζοντας αυτούς τους δεκατρείς κορυφαίους νέους της σύγχρονης ολλανδικής ποίησης, θα προσπαθήσω να μην κατηγοριοποιήσω πολύ, γιατί αυτή η «ταξινόμηση» των ποιητών θα ήταν ελλιπής για τους μοναδικούς καλλιτέχνες που είναι και ο ανθολόγος θα έδινε μεγαλύτερη προσοχή στον εαυτό του και στην κατάταξή του, παρά στην ποίηση. Εντούτοις, για να γίνει αυτή η εισαγωγή πιο ευανάγνωστη, θα ήταν χρήσιμο να προτείνω μια πολύ συγκρατημένη θεματική διαλογή των ποιητών μας. Αυτή δεν είναι καθόλου απόλυτη, αφού, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, όλοι οι επιλεγμένοι ποιητές παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Το ίδιο άλλωστε μπορεί να λεχθεί και για την (ελεύθερη) μορφή του στίχου στο έργο των δεκατριών ποιητών μας: και εκεί μπορούμε να εντοπίσουμε μεγάλη αμοιβαία συγγένεια στις τεχνικές και στα σχήματα λόγου που χρησιμοποιούν ως μορφή έκφρασής τους.
Και οι τέσσερις ποιητές Simone Atangana Bekono, Radna Fabias, Dean Bowen και Kira Wuck σχετίζονται σε κάποιο βαθμό με τον εκτοπισμό, καθώς και με την προέλευση από οικογένειες μεταναστών και με τη διπλή ταυτότητα. Η Simone Atangana Bekono είναι η σημαντικότερη εκπρόσωπος της αφρο-ευρωπαϊκής ποίησης στην Ολλανδία. Η φωνή που ακούγεται στην ποίησή της είναι αυτή του εσωτερικού κόσμου μια μαύρης γυναίκας, Ολλανδής με δυτικο-αφρικανικές ρίζες, που παλεύει με τη διπλή εθνικότητα και, καθώς έχει φεμινιστικό προσανατολισμό, είναι γεμάτη οργή όταν συμμετέχει στον διάλογο σχετικά με τον (σεξουαλικό) ρατσισμό, τον ευρωκεντρισμό και τη διαρκώς αυξανόμενη πόλωση στον κόσμο που την περιβάλλει. Η φωνή στα ποιήματά της εκφράζει την καταπίεση του μαύρου σώματος, καθώς επίσης και τις παιδικές αναμνήσεις της στις όχθες του ολλανδικού ποταμού Σχέλντε, την επιθυμία της για χαλάρωση και διακοπές, όπου μπορεί για λίγο να απελευθερωθεί από τη μαύρη ταυτότητά της. Καλεί επίσης τον αναγνώστη να σκεφτεί τις δικές του παραδοχές σχετικά με τη σωματικότητα. Γράφει ακόμη και για τη διαδικασία της ποιητικής γραφής. Έτσι διερευνά τα κοινωνικά αποτυπώματα γύρω από το είδος, το φύλο, την ταυτότητα και την ποιητική ιδιότητα και πώς αυτά τα στοιχεία επηρεάζουν τις εμπειρίες μας. Με όλα αυτά δείχνει μαχητική και τρυφερή συνάμα, με σταθερή φωνή που δεν αποφεύγει τίποτα. Τα ποιήματά της είναι επιστολικά και επικά, γεμάτα συνειρμούς, ονειρικές εικόνες και υποδηλωτικές επαναλήψεις.
Τα ποιήματα της Radna Fabias έχουν κι αυτά ως θέματα την προέλευση, την ταυτότητα και τη σωματικότητα. Με καταγωγή από την Καραϊβική (την ολλανδική αποικία, το νησί Κουρασάο) τα ποιήματά της καλούν εικόνες από το τροπικό νησί. Όμως δεν πρόκειται για ρομαντικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και νοσταλγία: όλα τα στερεότυπα για την ειδυλλιακή ζωή και το τοπίο εδώ ανατρέπονται. Δεν χαρίζονται ούτε και άλλα κλισέ και προκαταλήψεις, όπως σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και την Ολλανδία. Στην ποίηση της Fabias βλέπουμε μια στρατευμένη στάση στην επεξεργασία των θεμάτων της, όπως οι ταξικές διακρίσεις, ο ρατσισμός, η επίδειξη ανδρισμού, η φτώχια και ο σεξισμός. Η θρησκεία (της Καραϊβικής) και η δεισιδαιμονία αποτελούν επίσης συχνά θέματα, όπως στο ποίημα «κεφάλαιο». Γράφει ποίηση για τον μετανάστη, σαν για κάποιον που με αμφίθυμη στάση αναζητά μια πατρίδα, ενώ μετακινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η ποίησή της είναι συχνά φιλήδονη και ωμή, με εύστοχες, κινηματογραφικές παρατηρήσεις της ζωής στον δρόμο, όπως στο ανθολογημένο ποίημα για το χτυπημένο σκυλί. Όσον αφορά τη μορφή και το ύφος, τα ποιήματά της εκφράζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις: σύντομα λυρικά ποιήματα εναλλάσσονται με μακροσκελή αφηγηματικά, στα οποία δεν αποφεύγει ούτε τους πειραματισμούς. Δοκιμάζει διαρκώς τρόπους να εκφράσει την πολυσημία και τη ρευστότητα της ζωής και της σκέψης μας, ενώ η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός της καθιστούν την πληθώρα θεμάτων για τα οποία θέλει να μιλήσει πιο ανάλαφρη.
Ο Dean Bowen, που αποκαλείται από τους κριτικούς «μια μοναδική και αναγκαία φωνή στην ολλανδική ποίηση» και ένα «ηφαίστειο που εκρήγνυται στη σκηνή», προσπαθεί, με τα δικά του λόγια: να αποκαλύψει «τα καθολικά μοτίβα της ταυτότητάς μας». Σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας, αφαιρεί όλα τα στρώματα ώστε να διαπιστώσει ποια στοιχεία έχουν διαμορφώσει την προσωπικότητα και την ποίησή του: οι ρίζες του από το Σουρινάμ, η ιστορία αυτής της χώρας, η οικογένειά του, η γλώσσα του, η αποικιακή καταπίεση, η δουλεία και οι Μαρούνς1 του Σουρινάμ. Ο Dean Bowen μεταφέρει την οργή και την απογοήτευση στο έργο του και έτσι αυτό είναι εξίσου επίκαιρο με των άλλων ποιητών της ανθολογίας.
Με τα ποιήματά του παίρνει μια στρατευμένη θέση στον διάλογο για τον ρατσισμό και την ολλανδική αποικιοκρατική κληρονομιά, καθιστώντας οδυνηρά σαφές πως το «αποικιοκρατικό τραύμα» δεν αναγνωρίζεται ακόμη στη σύγχρονη ολλανδική κοινωνία. Τα ποιήματά του εκφράζουν τη μετακίνηση μιας λυρικής-προσωπικής φωνής (όπως στο ποίημα «Ντέντι») προς έναν πιο πολιτικό συλλογικό ήχο, που δείχνει πως ολόκληρη η κοινωνία επιλέγει να ξεχάσει το αποικιοκρατικό παρελθόν της και τη δουλεία. Ως «λευκός» αναγνώστης γρήγορα θα αισθανθείς άβολα: δύσκολα ξεφεύγεις από την υπόνοια πως είσαι απόγονος αποικιοκρατών κατακτητών και δουλεμπόρων στο Σουρινάμ και αλλού. Όσον αφορά στη μορφή, τα ποιήματά του ποικίλλουν: μερικές φορές μοιάζουν με παραγράφους από δοκίμια, άλλες με επιστολές, άλλοτε με «mindmaps» κάθε είδους μορφολογικών πειραματισμών. Μερικές φορές χρησιμοποιεί παράξενη σύνταξη και βάζει στη σειρά λέξεις που φαινομενικά δεν συνδέονται μεταξύ τους. Η γλώσσα του είναι υβριδική και πολυφωνική: με τη συχνή χρήση μη δυτικών λέξεων, τη χρήση μιας γλώσσας με δική της λογική και γραμματική, μοιάζει να απελευθερώνει τα ολλανδικά από τους κανόνες τους, όπως στο, εντωμεταξύ, γνωστό «mi skin».
Οι αφηγητές και οι ήρωες στα ποιήματα της Kira Wuck αποτυπώνουν τον εκτοπισμό και τη μοναξιά, όμως ταυτόχρονα και την αντοχή. Οι ήρωες εκφράζουν τη λαχτάρα τους για επικοινωνία και οικειότητα, ασφάλεια και αγάπη, ενώ βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο μια κάποια αίσθηση του κακού, του κινδύνου και της ανεπαίσθητης βίας. Οι φιγούρες στην ποίησή της αναζητούν τι περιλαμβάνει η δική τους ταυτότητα και πώς αυτό σχετίζεται με τον άλλο. Έτσι προκύπτει η συστηματική χρήση του πρώτου πληθυντικού, σχεδόν σαν ένα γλωσσικό «καταφύγιο» μπροστά στο κακό. Η ποιήτρια με καταγωγή από τη Φινλανδία καταδεικνύει, αφενός, ένα θλιβερό σύμπαν με το Άουσβιτς, τον αλκοολισμό (η μητέρα της), τους ανώνυμους εραστές, τα ζώα που θανατώνονται για τη γούνα τους, το όπιο, τη μοναξιά, τους ζητιάνους χωρίς πόδια και την αϋπνία. Μα, αφετέρου, βρίσκεται η φωνή της ποιήτριας: οξυδερκής σχολιάστρια αυτού του κόσμου και πνευματώδης, με το λακωνικό, ειρωνικό ύφος, την εγκαρτέρησή της και τις γενικές αλήθειες που διατυπώνει αντικειμενικά και ψυχρά. Αναμειγνύει το κοινότοπο με το παράλογο και έχει μεγάλο ταλέντο στο εφέ των αντιθέσεων -ανάμεσα σε άλλα, στα ζεύγη αντίθετων λέξεων-, στη χρήση μιας γλώσσας γεμάτης καταπληκτικές μεταφορές και αναπάντεχα γυρίσματα. Με τον συνειρμικό εικονικό προσανατολισμό της, σχεδόν κάθε στίχος αποτελεί μια νέα εικόνα. Και όλα αυτά χωρίς σημεία στίξης. Οι κριτικοί της την αποκαλούν μαγική, στοχαστική και μελαγχολική συνάμα. Δεν είναι χωρίς λόγο που η Kira Wuck επηρέασε άλλους performers και ποιητές της poetry slam.
Με τους Roelof ten Napel, Marieke Lucas Rijneveld και Hannah van Wieringen εισερχόμαστε σε ένα άλλο θεματικό ποιητικό σύμπαν: την επεξεργασία της παιδικής ηλικίας στην (έντονα θρησκευόμενη) ολλανδική επαρχία και το αβέβαιο ταξίδι προς την ενηλικίωση και την πόλη. Υπάρχει σε αυτούς τους ποιητές επίσης το ζήτημα της στράτευσης, όμως αυτή η τοποθέτηση έχει λιγότερο σχέση με το σύνολο της κοινωνίας και περισσότερο με τις προσωπικές συνθήκες στις οποίες αυτοί οι ποιητές μεγάλωσαν: το γύρω απ’ αυτούς περιβάλλον, με την πίστη και τα έθιμα και την άμεση οικογένεια.
Η «εξέγερση» ενάντια σε έναν υπερβολικά ανελεύθερο περίγυρο είναι ήδη εμφανής στον τίτλο της επιμελώς κατασκευασμένης ποιητικής συλλογής του Ten Napel Το βιβλίο της οργής. Παρόλο που αυτή η οργή δεν διατυπώνεται πουθενά ρητά, βρίσκεται «κρυμμένη» στα βαθύτερα στρώματα των ποιημάτων και στην ασφυκτική ατμόσφαιρα. Πρόκειται φαινομενικά για έναν ανίσχυρο θυμό, αφού ο αφηγητής μοιάζει να μην μπορεί να απελευθερωθεί από τη γενέτειρά του (Γιάουρε στη Φρισλανδία), το παρελθόν, τα οικογενειακά έθιμα και τον Θεό. Το θέμα της οργής μοιάζει να υποχωρεί συνεχώς, τη στιγμή που θέλει να το προσεγγίσει (αργά σπάει η / ραχοκοκαλιά σου […]). Η επαρχία, το έντονα θρησκευόμενο περιβάλλον των μεταρρυθμιστών και η υποκρισία που το συνοδεύει είναι πανάρχαια θέματα της ολλανδικής λογοτεχνίας. Η απόσταση που παίρνει ο ποιητής από την εκκλησία, σίγουρα προκύπτει και από την άρνηση αυτού του θεσμού να αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία του. Όπως όμως, δικαίως, παρατήρησαν οι κριτικοί: η ποιητική συλλογή δεν εναντιώνεται στη θρησκεία, αλλά παραμένει στην ουσία ένα θρησκευτικό βιβλίο. Ο συχνά επονομαζόμενος «λύκος» μοιάζει με τον αντικατοπτρισμό του καλού ποιμένα, ενώ στα πιο λυρικά ποιήματα, όπως το «άσμα ασμάτων», όπου διατυπώνεται ένα σωματικό πάθος, φαίνεται πως οι διάλογοί του με το θεϊκό στοιχείο και ο ερωτισμός αλληλοσυμπληρώνονται· μια διαδικασία που θυμίζει έντονα το έργο του γνωστού Ολλανδού συγγραφέα Gerard Reve. Τα ποιήματα φανερώνουν κάποιον που ζητάει απεγνωσμένα επαφή. Η παραπάνω αναφερθείσα θεματική μάς δίνεται σε μια γλώσσα γεμάτη θρησκευτικά σύμβολα, σε ένα παιγνίδι με υπονοούμενα και αινιγματικότητα. Επιπλέον, ο ποιητής δείχνει να είναι δεινός τεχνίτης του ήχου και του ρυθμού.
Παρόλο που όσον αφορά το ύφος, η Marieke Lucas Rijneveld είναι μια εντελώς διαφορετική ποιήτρια, υπάρχουν ωστόσο ομοιότητες με τον Ten Napel: στα δικά της ποιήματα ο αφηγητής προσπαθεί κι αυτός να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο παρόν και μια δύσκολη παιδική ηλικία στην επαρχία, που την πέρασε σε ένα περιβάλλον ορθόδοξων-μεταρρυθμιστών, στη Βόρεια Μπράμπαντ. Κοιτάει τόσο προς τα πίσω όσο και μπροστά, προς το (πιθανό) μέλλον, όπως στο «Παραμονή Πρωτοχρονιάς Κανάλενεϊλαντ». Το ποιητικό εγώ παλεύει με τη σεξουαλική, θρησκευτική και προσωπική ταυτότητα και όλες τις αβεβαιότητες που συνεπάγονται. Ο χαμός του αδελφού της, μια φοβισμένη μητέρα και ένας απόμακρος πατέρας είναι αυτοβιογραφικά στοιχεία που επανέρχονται στην ποίησή της. Το κορίτσι που μερικές φορές προτιμά να είναι αγόρι, αφήνει να περάσει μια ακολουθία ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων. Διαρκώς υπαινίσσεται τον φόβο της για τον θάνατο και τον χωρισμό και για τη μοναξιά της. Μοιάζει μάλιστα να διακατέχεται από κάποιο φόβο για αυτά που γράφει ή αυτά που πρέπει να γράψει. Σε σελίδες γεμάτες, σχεδόν χωρίς στίξη, χωρίς παύση, στις οποίες ο αναγνώστης παρασύρεται στη ροή συχνά γήινων και ωμών παρομοιώσεων και στοχασμών, είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τον εσωτερικό από τον εξωτερικό κόσμο της: η φαντασία και η πραγματικότητα εφάπτονται με ασύλληπτο τρόπο. Όλα φορτίζονται διαφορετικά: έτσι το τραγικό γίνεται αστείο και το αστείο τραγικό. Μας δηλώνει τόσο πολλά, με ένα υπερβολικό ύφος, σε στίχους στο πλάτος της σελίδας και, όπως ειπώθηκε, με ένα παλιρροιακό κύμα εκπληκτικών εικόνων, ώστε, σε σχέση με αυτά που πραγματικά θέλει να πει, μοιάζει σαν να παίζει «κρυφτό». Ωστόσο, η ποίησή της είναι σχετικά προσιτή, γιατί είναι γραμμένη σε απλή καθημερινή γλώσσα. Τα όνειρα και οι επιθυμίες είναι η κόκκινη κλωστή του προσωπικού περιεχομένου των ποιημάτων της.
Το ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, οι κίνδυνοι της ζωής ενός κοριτσιού που μεγαλώνει στην επαρχία και εντέλει η ενηλικίωση είναι επίσης θέματα της Hannah van Wieringen. Ακριβώς όπως και στη Rijneveld, παρατηρούμε και σε αυτή την ποιήτρια ότι η φαντασία κυριαρχεί συχνά πάνω στη ρεαλιστική περιγραφή, όπως στο ποίημα «δεν κοιτάμε πίσω»: […] συγχωρούσαμε στον εαυτό μας το φύλο μας και τ’ ανταλλάζαμε μεταξύ τους […]. Βλέπουμε ένα κορίτσι που βγαίνει μέσα από τον κορσέ του σε έναν κόσμο γεμάτο επιπολαιότητα και αδιαφορία, όπου τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο καθορίζουν όλο και περισσότερο την καθημερινότητα. Παρουσιάζει τη ζωή μιας νέας γυναίκας με τις σεξουαλικές περιπέτειές της, τα πάρτι και τις αβεβαιότητές της. Μερικές φορές περιγράφει τις εμπειρίες της με το εμείς, όπως στο ταξίδι της προς την ενηλικίωση στο ποίημα «εμείς οι επτά». Ακριβώς όπως και στη Rijneveld, τα συχνά μεγάλα ποιήματά της αναπτύσσονται σε μια συσσώρευση πρωτότυπων παρατηρήσεων και εικόνων, που συχνά οδηγούνται από συνειρμούς. Μέσα από την ποίησή της προσπαθεί, με τα δικά της λόγια, «να αποκαλύψει το ακατανόητο μυστικό της ζωής» (γιατί υπάρχουμε;), κάτι στο οποίο η επιστήμη και η θρησκεία είναι ανεπαρκείς. Ένα τέτοιο παράδειγμα βλέπουμε στο ποίημά της «σχετικά με τι ποίηση». Στα καλύτερα ποιήματά της ξέρει πώς να κάνει τον αναγνώστη ολοκληρωτικά κοινωνό του κόσμου που η ίδια δημιουργεί για τον εαυτό της: τότε η ποίηση αγγίζει τη ζωή και ολοκληρώνεται. Ας διαβάσουμε, για παράδειγμα, το ποίημα «σε περίπτωση έρωτα»: ένα δείγμα επιτυχούς ισορροπίας, διακριτικών διασκελισμών και εξαιρετικών εικόνων. Όσον αφορά το ύφος παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με τη Rijneveld: και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν σαφείς προτάσεις από την καθημερινή γλώσσα και απουσία σημείων στίξης. Επιπλέον, η γλώσσα της εντυπωσιάζει λόγω της επίδρασης που έχει από το θέατρο: η χρήση της γλώσσας είναι συχνά ευθεία, πολύ ζωντανή, με αισθητηριακή δύναμη και καταδεικνύει ροπή προς την πρόζα, παρά την προσήλωσή της στον ρυθμό και στις παρηχήσεις, όπως με τις ρίμες φωνηέντων και συμφώνων.
Με τους επόμενους τρεις ποιητές μας μπαίνουμε στο πεδίο της πιο κοινωνικά στρατευμένης ποίησης. Σε αντίθεση με τη νεοελληνική ποίηση, στην Ολλανδία δεν τίθεται θέμα για μια «ποίηση της κρίσης», η οποία είναι κυρίως οικονομικής και πολιτικής φύσεως. Ούτε τίθεται θέμα για μια σαφή ποίηση «μετά από την κρίση», που στην Ελλάδα ονομάζεται «αριστερή μελαγχολία». Οι ποιητές όμως Ellen Deckwitz, Maarten van der Graaff και Hannah van Binsbergen ασκούν σκληρή κριτική στην επιδίωξη εξουσίας, την (καταναλωτική) κοινωνία και την κοινωνική αδιαφορία σχετικά με το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η κοινωνική στράτευση δεν στέκει ωστόσο εμπόδιο για πιο προσωπικά και αυτοβιογραφικά ποιήματα σχετικά με την παιδική ηλικία και την ιδιωτική ζωή τους.
Ενώ η ποιήτρια Ellen Deckwitz στις πρώτες δύο συλλογές της προσέγγιζε κυρίως τις επίπονες οικογενειακές σχέσεις της, τους παιδικούς φόβους της και τη δύσκολη παιδική ηλικία, στην τελευταία συλλογή της Το λευκό χάρισμα βλέπουμε το νερό που προελαύνει σαν νέος κατακλυσμός, με αναφορές στον τυφώνα Κατρίνα, την παγκόσμια ρύπανση και την αποκάλυψη. Σε αυτή τη συλλογή, η οικογένεια παίζει επίσης σημαντικό ρόλο, όμως το στοιχείο της στράτευσης σε σχέση με τη γενικότερη ανθρώπινη συμπεριφορά είναι διαρκώς παρόν. Η συλλογή αποτελείται από πέντε μέρη, ακριβώς όπως οι πέντε πράξεις της τραγωδίας. Δίνεται στην ανθρωπότητα ένα καλό μάθημα για την αδιαφορία της σχετικά με το περιβάλλον. Μετά την καταστροφή, προς το τέλος του βιβλίου, αναδύεται (ξανά) η εξοικείωση. Σε όλες τις συλλογές της, η Deckwitz ξέρει πώς να αποφύγει με πρωτότυπες και σπαραχτικές εικόνες και ατάκες τα στερεότυπα. Η ποίησή της είναι αμφίσημη: παρατηρούμε, ενώ το βλέμμα μας διασχίζει τις παρυφές των γεγονότων που περιγράφονται, χωρίς αυτή να μας τα προσφέρει σαν μασημένη τροφή. Η ποίησή της είναι ελλειπτική. Και όλα αυτά τα υπηρετεί με το γλωσσικό ιδίωμα της καθημερινότητας, τόσο με παραμυθένιους όσο και με νηφάλιους, στεγνούς στίχους, γεμάτους εκπληκτικούς διασκελισμούς.
Στην ποίηση του Maarten van der Graaff βρίσκουμε την αναφορά ενός περιπλανώμενου στη σημερινή κοινωνία ατόμου. Παρόλο που η θεματική του, εν μέρει, αφορά τα παιδικά χρόνια του στο (έντονα θρησκευόμενο) νησί Χουρέι-Οβερφλακέι στην επαρχία της Νότιας Ολλανδίας, η συλλογή του Νεκρό έργο αφορά κυρίως το εδώ και τώρα. Με τις «λίστες» του και τα «χρονομετρημένα ποιήματά» του καταγράφει κυρίως το παρόν. Έχει και αυτός κάνει το πέρασμα από την επαρχία προς την πόλη (Ουτρέχτη).
Τα ποιήματά του έχουν συχνά πολιτικό χαρακτήρα και είναι πολύ επικριτικά σε ό,τι αφορά τον πρώιμο εικοστό πρώτο αιώνα, τον οποίο καταπίνουν οι μορφές του καπιταλισμού που έχουν εξελιχθεί από τον νεοφιλελευθερισμό. Με τον μεταμοντερνισμό οι σπουδαίες πεποιθήσεις και οι Μεγάλες Αφηγήσεις είχαν ήδη αποδομηθεί και αποκαλυφθεί ως κάλπικες αλήθειες. Οι νέες μορφές στράτευσης θα έπρεπε τώρα να προσανατολιστούν περισσότερο προς μια πεποίθηση που διαδίδεται, παρά προς την αλήθεια. Ο Van der Graaff αναζητά λοιπόν μια εναλλακτική, μια παραλλαγή του μεταμοντερνισμού, αφού βρίσκεται τώρα εγκλωβισμένος σε μια καθορισμένη από τον καπιταλισμό νοοτροπία. Μας προσφέρεται ένας ολέθριος, ασταθής και σάπιος κόσμος. Η επανάστασή του συνδέεται λοιπόν με ένα αίσθημα ανημποριάς και αθλιότητας. Αυτή η απάθεια είναι, σύμφωνα με τον κριτικό Piet Gerbrandy, επίσης μια μορφή αυταρέσκειας και η συλλογή αφήνει έτσι ένα ίχνος από Sturm und Drang 2. Η κοινωνική κριτική του αναμειγνύεται στο περιεχόμενο με τον εσωτερικό κόσμο του, μέσω της αναζήτησης του εαυτού και θέτοντας τον εαυτό του στο επίκεντρο ως παρατηρητή, ενώ δεν αποφεύγει καν στοιχεία του μυστικισμού. Ο αφηγητής, λοιπόν, παρουσιάζει ουσιαστικά μια μορφή του spleen/ennui όσον αφορά τη ζωή του, την οικονομική πραγματικότητα και τη λογοτεχνική πρωτοπορία. Με αυτή την αναζήτηση του εαυτού έρχεται η άρνηση, η αμφιβολία και μια κάποια μελοδραματική στάση, τελικά όμως και ζωντάνια: με όλη την προσωπική δυστυχία και τη δεδομένη πολιτική πραγματικότητα, το άτομο λαχταρά την κοινωνία. Το ύφος του ποιητή, σαφώς επηρεασμένο ανάμεσα σε άλλους και από τον Kirill Medvedev, είναι πεζό και ανεκδοτικό. Ο αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας και η εκούσια ακαταστασία είναι προφανώς τεχνάσματα. Τα «χρονομετρημένα ποιήματα» καταδεικνύουν σοβαρότητα και χιούμορ, ενώ μερικές φορές μοιάζει να έχουν γραφτεί βιαστικά. Η (φανερή) διακειμενικότητα είναι σε όλη τη συλλογή τόσο προφανής, ώστε τα ποιήματα να αποτελούν και έναν αγώνα για τον (επανα)προσδιορισμό της συγγραφής.
Στη συλλογή της Hannah van Binsbergen Κακό αστέρι συναντάμε τόσο την κοινωνικά στρατευμένη θεματική, όσο και αυτή που συνδέεται έντονα με την προσωπική ζωή της ποιήτριας. Στην πρώτη κατηγορία παρατηρούμε μια κριτική για την κυριαρχία της αγοράς στην κοινωνική και πολιτική σκέψη και τον προσανατολισμό της κοινωνίας προς αυτή. Η κριτική της φτάνει στο σημείο να εκφράσει την επιθυμία της να γυρίσει την πλάτη της στην κοινωνία. Έτσι, καταλήγει αυτόματα στη γενική θεματική, που συνδέεται με το ότι οι επιθυμίες του ατόμου συγκρούονται με τα αιτήματα της κοινωνίας. Στο ερώτημα πώς άγεις μια ζωή σε αυτή την κοινωνία, η φωνή της ποιήτριας παρουσιάζεται προφανώς αντί-μικροαστική, αντί σπιτάκι-δεντράκι-ζωάκι. Σε κάποια από τα ποιήματά της παρουσιάζει μια μορφή ρομαντικής φυγής: η φύση ως μέσο για να φτάσεις στην (αντι-κοινωνική) ελευθερία. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές της στον Baudelaire (το ποίημα «Αλληλογραφίες» από τη συλλογή της θα μπορούσε να είναι μια αναφορά στο σονέτο του Baudelaire «Correspondances») και στον ρομαντικό ζωγράφο Casper David Friedrich. Μα η σημαντικότερη φωνή είναι αυτή του εαυτού της, σχετικά με τους φόβους και τις επιθυμίες της. Υπάρχουν αναδρομές στα παιδικά χρόνια της, όπου ανάμεσα σε άλλα αυτοχαρακτηρίζεται «άυπνη μαθήτρια», όπως στην επιστολή προς τον εαυτό της σε αυτή την ανθολογία. Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, το οποίο απευθύνεται σε κάποιον (σε εσάς ή εσένα). Βλέπουμε τη ζωή ενός κοριτσιού ή μιας νεαρής γυναίκας, κατά την οποία το σώμα της ματαιώνει το πνεύμα της και αντίστροφα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις στενές σχέσεις. Όταν μπαίνει στο παιγνίδι η στενή σχέση, υπάρχει πάντοτε φόβος για (τον κίνδυνο από) τη σεξουαλική βία. Αυτή η διπλή στάση τόσο της επιθυμίας για στενές σχέσεις, όσο και του φόβου για αυτές, την καθιστούν ευάλωτη και συνάμα μαχητικά επιθετική. Εξ ου και ο θώρακας στο ποίημα του τίτλου της συλλογής, όπου το «αστέρι» μοιάζει να δηλώνει το αναπόφευκτο της απειλής της γυναικείας ακεραιότητάς της. Έτσι, πέρα από μια «φυγή» στη φύση, βλέπουμε στην ποίησή της και μια «φυγή προς τα μέσα», στον εσωτερικό κόσμο της. Όταν αναζητά επαφή, ταυτόχρονα φοβάται μήπως την απορρίψουν, ιδίως επειδή νομίζει ότι ξέρει πώς τη βλέπουν οι άλλοι, όπως διαπιστώνουμε στις (μη αποσταλμένες) επιστολές-ποιήματά της. Η ποιητική συλλογή της Van Binsbergen αποτελεί σύνθετη και ολοκληρωμένη οντότητα, λόγω των πολλών συνδέσεων μεταξύ των ποιημάτων. Διαθέτει ανεπιτήδευτο ταλέντο, με το οποίο διαχειρίζεται το γλωσσικό υλικό της και ξέρει πώς να το προσαρμόζει σε διάφορα σημασιολογικά στρώματα, τα οποία εμπλουτίζει με χιούμορ. Πολλές από τις φράσεις της διαβάζονται και ως επιγράμματα ή αφορισμοί που μένουν στη μνήμη του αναγνώστη. Παρά την, μα ίσως και χάρη σε αυτήν, πολυπλοκότητά τους, τα ποιήματά της σε αγγίζουν αμέσως και σε συγκινούν.
Στους τρεις τελευταίους ποιητές μας, Marije Langelaar, Lieke Marsman και Bernard Wesseling, το κριτικό στοιχείο δεν απουσιάζει βέβαια εντελώς, αλλά η συνολική θεματική των ποιημάτων μετακινείται μάλλον περισσότερο γύρω από τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις, τους συνειρμούς και τον σουρεαλισμό. Παρόλο που σίγουρα βασίζονται, εν μέρει, σε προσωπικές μνήμες, τα ποιήματά τους δημιουργούν το δικό τους παραμυθένιο σύμπαν.
Ο Bernard Wesseling, γνωστός ως ποιητής της σκηνής και του slam, ονόμασε τα ποιήματά του «σύγχρονα παραμύθια για ενήλικες». Σε μια δίνη από σκέψεις, παρατηρήσεις, αναμνήσεις και γεγονότα, που συνήθως διαδραματίζονται στην πρωτεύουσα Άμστερνταμ, γνωρίζουμε έναν ποιητή που είναι περισσότερο αφηγητής παρά τραγουδιστής ή χορευτής. Ακριβώς όπως και ο Maarten van der Graaff, έτσι και ο Bernard Wesseling επισημαίνει με αιχμηρές αισθήσεις τις αμφισημίες της εποχής μας. Ένα θέμα που επανέρχεται στο έργο του είναι ο θάνατος και το πένθος, όπως στο ανθολογημένο ποίημα «Τελετουργία, διακεκομμένη», στο οποίο ένα κορίτσι προσποιείται το πτώμα πάνω στο κύμα. Πρόκειται για έναν ποιητή που, με αισθητηριακή οπτική γλώσσα, εκφράζει τη μελαγχολία και τη σάτιρα, την πραγματικότητα και τα όνειρα, την ωμότητα και τον στοχασμό και όλα μαζί λειτουργούν.
Παρόλο που ο θάνατος είναι επίσης ένα θέμα στην ποίηση της Marije Langelaar, στην ποιητική συλλογή της Σπινθηρίζει συναντάμε κυρίως μια ζωτική και σωματική ποίηση της φύσης. Έτσι παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον σημαντικό Ολλανδό ποιητή Lucebert και το επονομαζόμενο «Κίνημα του ’50». Στα ποιήματά της προσπαθεί να δώσει έκφραση στις δυνάμεις της φύσης που παίζουν είτε μεταξύ των ανθρώπων, είτε μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους. Το παραμυθένιο σύμπαν που χτίζει μες στο έργο της, είναι γεμάτο εικόνες και φιγούρες με τις οποίες είναι δύσκολο να σχετιστεί: εξ ου και η αίσθηση αμηχανίας στον αναγνώστη. Στη συλλογή της Σπινθηρίζει το τρίγωνο άντρας-γυναίκα-παιδί έχει τον κεντρικό θεματικό ρόλο. Το «εγώ» (η γυναίκα) αποζητά τη συνένωση με τη φύση: στο επιλεγμένο ποίημα «Καρδιά» ξανασυναντάμε αυτή την απόπειρα, όπου η «καρδιά σαν ένα λουλούδι» ενδέχεται να απεικονίζει το «τέλειο αίσθημα», την επιδίωξη για ελευθερία και λύτρωση. Τα σημαντικότερα στοιχεία σε αυτή τη συλλογή συνενώνονται στο ανθολογημένο ποίημα «Άντρας». Ο άντρας είναι άστατος, ενώ το παιδί, το οποίο έχει ανάγκη τόσο τον άντρα όσο και τη γυναίκα, σπάει καθετί που ήταν σίγουρο. Οι απροσδόκητες και μερικές φορές παράξενες εικόνες της θυμίζουν τον σουρεαλισμό, ένα κίνημα που ποτέ δεν εδραιώθηκε στην ολλανδική ποίηση. Χαρακτηριστικά σχήματα λόγου της ποιήτριας είναι οι μεταμορφώσεις, κατά τις οποίες άψυχα αντικείμενα και άνθρωποι γίνονται, για παράδειγμα, ζώα και φυτά. Προσθέστε και τις συχνά αλλοπρόσαλλες αφηγηματικές δομές και θα έχετε μια ποίηση που ξεφεύγει από τους νόμους της λογικής. Οι λέξεις αποκτούν περισσότερες σημασίες ταυτόχρονα: τα ποιήματα είναι διφορούμενα, αλλά, με τον αισθητηριακό χαρακτήρα τους, είναι συνάμα αναγνωρίσιμα και προσιτά: έτσι κάθε αναγνώστης δημιουργεί με την ερμηνεία του διαφορετικά σενάρια.
Με όλα τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις και τις μνήμες των προσώπων της η Lieke Marsman δημιουργεί επίσης ένα προσωπικό σύμπαν στην ποίησή της. Ο «άντρας χωρίς καπέλο» από τη συλλογή της μοιάζει να είναι το αρσενικό alter ego της ποιήτριας. Συναντάμε αυτό το μοτίβο του Doppelgänger 3, λόγου χάρη, στο ομώνυμο ανθολογημένο ποίημα. Σε πολλά από τα ποιήματά της εισάγει κάτι που στον αναγνώστη έχει την επίδραση της αποξένωσης, παρόλο που το θέμα αρχικά ήταν συνηθισμένο και αναγνωρίσιμο. Αυτό το στοιχείο της αποξένωσης εξελίσσεται σε μια δική του λογική. Δείχνει, εξάλλου, μεγάλη κατανόηση προς τον αναγνώστη, ο οποίος συμπλέει μαζί σε έναν κόσμο γεμάτο χιουμοριστική διασκέδαση, μα και βύθισμα. Πάνω στην παιχνιδιάρικη κινητοποίηση των φιλοσοφικών ερωτημάτων αφήνει να αντηχήσουν συνειρμοί και ανάμεσα στις νηφάλιες διαπιστώσεις διασκορπίζει εκπληκτικές ποιητικές εικόνες. Συνδυάζει φαινομενικές αντιθέσεις και παίζει με διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα. Επιπλέον παρουσιάζει έντονη αίσθηση του δράματος, εξ ου και η ποίησή της συχνά θυμίζει θέατρο παρά ποίηση. Με όλες αυτές τις διαδικασίες γεννιούνται στον αναγνώστη αρκετά ουσιαστικά ερωτήματα, που μέσω των ποιημάτων καλείται να τα σκεφτεί. Ταυτόχρονα, στη Marsman εντοπίζουμε, μες στη ροή των σκέψεων του ποιητικού εγώ, τον στοχασμό του εαυτού. Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία της ποίησής της έχουν οδηγήσει τους κριτικούς στη σύγκριση του έργου της με τα κείμενα των stand-up comedians.
Εύχομαι να απολαύσετε τα επιλεγμένα ποιήματα και να αποκτήσετε μια σφαιρική εικόνα της ανανεωμένης σύγχρονης ολλανδικής ποίησης!
Άρθουρ Μποτ
Διδάσκων του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ
1. Μαρούνς ή μποσνέγκερς ονομάζονται οι αφρικανικής καταγωγής σκλάβοι στο Σουρινάμ (παλιότερα γνωστό και ως Ολλανδική Γουιάνα), που απελευθερώθηκαν και έφτιαξαν δικές τους αυτόνομες κοινότητες στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (Σ.τ.Μ.).
2. Κυριολεκτικά σημαίνει στα γερμανικά «καταιγίδα και ορμή». Πρόκειται για τη σχολή Sturm und Drang, από τα τέλη της δεκαετίας του 1760 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1780, η οποία προετοίμασε το έδαφος για τα πρωτορομαντικά έργα στη γερμανική λογοτεχνία και μουσική (Σ.τ.Μ.).
3. Το μοτίβο του Doppelgänger απαντάται συχνά στη λογοτεχνία. Η (γερμανική) λέξη ετυμολογικά σημαίνει «ο ίδιος που προχωράει μαζί», αλλά επί της ουσίας περιγράφει ένα μεταφυσικό φαινόμενο ενός σωσία (του διπλασιασμού του εαυτού) ή ενός πνεύματος με τη μορφή κάποιου, όπως, για παράδειγμα, αυτού της Ελένης, που παρασύρει τον Πάρη, στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη (Σ.τ.Μ.)