Ανθολόγηση-Πρόλογος: Χοσέ Μανουέλ Ρομέρο Σάντος
Μετάφραση: Γιώργος Γκούμας
*
Σίντρε Άντερσεν, Νόρα Άσκιμ, Άρλεν Γουίχνε, Σάρλοτ Λουίζ Βάγιο Κνούντσεν, Άουντουν Μόρτενσεν, Tέα Τρόεν Μπγιέρντνες, Βικτόρια Ντούρνακ, Ουνβάιγκ Ός, Φρέντρικ Χάγκεν, Άτλε Χόλαντ.
Find the book here
Από εχθρούς πολιορκημένος,
διάλεξε τον δρόμο σου!
Υπό την καταιγίδα του αίματος –
προετοιμάσου να μαχηθείς!
Ίσως ν’ αναρωτιέσαι ανήσυχος,
ανυπεράσπιστος, ακάλυπτος:
με τι θα αμυνθώ,
ποια είναι τα όπλα μου;
Αυτή είναι η ασπίδα σου κόντρα στη βία,
αυτό είναι το σπαθί σου:
η πίστη στη ζωή μας,
η αξία των ανθρώπων. (…)
Νούρνταλ Γκριγκ, «Στα νιάτα»
Το 1936, εμπνευσμένος απ’ τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο Νορβηγός ποιητής Νούρνταλ Γκριγκ, έγραψε το «Til ungdommen» («Στα νιάτα»), που είναι το πιο φημισμένο ποίημά του. Αρχίζει με τον εμβληματικό στίχο Από εχθρούς πολιορκημένος, για να τιμήσει την αδελφικότητα ενάντια στη διαμάχη και τον πόλεμο, που τον καθόρισε ως «απαξίωση προς τη ζωή».
Για τον νεαρό ποιητή, ο εχθρός δεν έχει το καθορισμένο πρόσωπο του πολέμου, του φασισμού και της βίας που επιφέρουν οι σημαίες. Η σύγκρουση είναι πιο υπαρξιακή και ο εχθρός είναι ένας και μοναδικός, αλλά ταυτόχρονα πολλαπλός: Υπό αυτό το καθήκον –χρησιμοποιώντας τον όρο με την έννοια της αυτοεπιβαλλόμενης και αναπόφευκτης υποχρέωσης–, οι νεαροί ποιητές της Νορβηγίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και θα τολμούσα να πω, όλου του κόσμου, αντιμετωπίζουν, κατά κανόνα, τους εσωτερικούς τους δαίμονες ως επιβαλλόμενο γεγονός απ’ τη θέση τους στην ιστορία και απ’ την ανακλασμένη εικόνα του καθρέφτη τους, ενός καθρέφτη ψηφιακού και απαίσιου. Το κάνουν όμως με τα ίδια όπλα του ανιψιού του συνθέτη Έντβαρντ Γκριγκ (1843-1907), με τα οποία ενέπνεε ολόκληρο τον λαό, όχι μόνο για μια ιδεολογική πάλη, για μια σύγκρουση, αλλά και για μια πνευματική απομόνωση υπό το πέπλο μιας ανθρωπότητας ενωμένης που θα λειτουργούσε ως προστασία ενάντια στον απτό πόνο του πολέμου.
Θα επιμείνω πως η ποίηση των νέων του εικοστού αιώνα είναι ουσιαστικά παγκόσμια. Οι σύγχρονοι νεαροί ποιητές δείχνουν να έχουν κατ’ ουσίαν κοινές θεματικές, αισθητικές και στιλιστικές ανησυχίες –εδώ θα συμπληρώσω ότι δεν έχω δει αυτοπροσώπως κανέναν απ’ τους ανθολογούμενους ποιητές, αν και έχουμε μιλήσει πολλές φορές. Δεν χρειάζεται τώρα ν’ αποδώσουμε τις αιτίες αυτών των ανησυχιών στην παγκοσμιοποίηση και στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών. Αυτό ακριβώς είναι ένα απ’ τα βασικά θέματα των νέων ποιητών: Μέσα στο επεκτατικό και δεσποτικό βασίλειο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο άνθρωπος αδυνατεί να επικοινωνήσει με τον άλλον. Ο σύγχρονος ποιητής καταγγέλλει την αποτυχία των πνευματικών συνδέσεων στην εποχή της συνδεσιμότητας, σ’ έναν κόσμο μετά τον Nούρνταλ Γκριγκ, σ’ έναν κόσμο μεταμοντέρνο. Υποστηρίζω την ιδέα ότι η καταγγελία βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του ποιητή και στην αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτές οι εμπειρίες δεν είναι αποτέλεσμα της προσωπικότητάς του, αλλά της αποθαρρυντικής πίεσης της σύγχρονης εποχής.
Ο Άτλε Χόλαντ μας δείχνει, για παράδειγμα, σε μερικά ποιήματά του ένα άτομο που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για να έχει μόνο σεξουαλικά «πάρε-δώσε» με ένα κορμί που φαίνεται να είναι απογυμνωμένο απ’ την ανθρωπιά του, την ψυχή του και την ιστορία του, χλευάζοντας σχεδόν την πιθανότητα αξιόλογων σχέσεων στην εποχή του μεταμοντερνισμού:
δεν μ’ ενδιαφέρει όποιος και να ’σαι απόψε
ας ξεχάσουμε τον πανικό
δεν έχουμε ν’ ανησυχήσουμε για τίποτα εδώ μέσα
εδώ μέσα είμαστε ελεύθεροι
έχω βάλιουμ
Διακρίνω, επίσης, στους νέους σύγχρονους ποιητές μια συγκεκριμένη ανησυχία για την καθημερινότητα και τις επιπτώσεις της στο άτομο. Αφού αποβάλει τις επικές τάσεις των προκάτοχων του, που εκφράζονται ακόμη στον Γκριγκ, ο νεαρός ποιητής πρέπει να ψάξει τη δική του ηρωική (ή αντιηρωική) μοίρα στις μικρές εργασίες, δυσκολίες και σκέψεις της καθημερινής ζωής. Η Βικτόρια Ντούρνακ, για παράδειγμα, μας πληροφορεί ότι:
το ταχυδρομείο φτάνει στις δώδεκα και δέκα
από Δευτέρα μέχρι Τετάρτη
στις δωδεκάμισι την υπόλοιπη εβδομάδα
ακούω το ίδιο τραγούδι δεκαεννιά φορές συνεχόμενες
δεκαεννιά φορές τέσσερα λεπτά και πενήντα τέσσερα
δευτερόλεπτα
το ξύλινο πάτωμα μου φέρνει φαγούρα
μετράω τα πλακάκια στο ταβάνι, τις ώρες
στο Σουπερμάρκετ Oμπς
Η Nόρα Άσκιμ, η πιο νεαρή ποιήτρια αυτής της ανθολογίας, προσθέτει στην καθημερινότητα τους προβληματισμούς που εμπεριέχει η μετάβαση στην ενήλικη ηλικία:
Είναι μια κυρία, ένα κορίτσι
στον καθρέφτη
που ίσως να είμαι εγώ
συναντιόμαστε καμιά φορά
χαιρετιόμαστε, γνέφουμε καταφατικά
δεν έχουμε και πολλά να πούμε
Ο Άουντουν Μόρτενσεν μας λέει:
αισθάνομαι σαν ένας γέρος καθωσπρέπει και οξύθυμος
όταν είμαι στο τρένο
το πολύ δύο στάσεις ακόμη
τρέχω στο υπόλοιπο της διαδρομής
πέφτω στο κρεβάτι και κλαίω στο μαξιλάρι
με το που φτάνω σπίτι
Και ο Φρέντρικ Χάγκεν:
κάποιες φορές ξυπνάς με τα μπράτσα τεντωμένα
απομακρυσμένα απ’ το σώμα και στις δυο μεριές
του κρεβατιού
εκεί που δεν είναι ξαπλωμένος κανείς
χαϊδεύεις τα σεντόνια με τα χέρια
Προσέξτε, όμως, πώς μέσα στην ασήμαντη καθημερινότητα αυτού του ανθρώπου κρύβεται μια τραγωδία, που γίνεται ακόμα πιο φρικτή λόγω της αντίθεσης με την πραγματολογική διήγηση μιας καθημερινής ρουτίνας.
Τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν έως τώρα είναι κοινά στην αισθητική των νεαρών ποιητών ανά τον κόσμο. Όμως, εκτός απ’ τις σποραδικές τυπικές ιδιαιτερότητες –η χρήση των κεφαλαίων είναι σχεδόν ανύπαρκτη–, οι νέοι Νορβηγοί ποιητές έχουν μια ιδιομορφία που δεν βρίσκεται εύκολα στους ποιητές άλλων χωρών και που έχει να κάνει με τη θεωρία τους ότι η ζωή είναι μια τραγωδία, όπως φαίνεται και μέσα απ’ τα παραδείγματα που ήδη αναφέρθηκαν. Είναι προφανές ότι υπάρχει μια τάση πικρίας και απογοήτευσης που διαπερνά τη νορβηγική ποίηση, μια τάση που εμφανίζεται δειλά σε στίχους απομονωμένους και συγκλονιστικούς, όπως στην Tέα Tρόεν Μπγιέρντνες:
νόμιζαν ότι ήταν πνευμονία
γέλασα όταν βγήκα απ’ το αυτοκίνητο
στο πάρκινγκ έξω απ’ το Kίβι
είχε πεθάνει εδώ και δύο ώρες
Επίσης, η δύσπραγη οικογένεια είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη νέα νορβηγική ποίηση, έτσι όπως μας το δείχνει η συγγραφέας και τραγουδίστρια Ουνβάιγκ Ος:
κάτι που είχαμε κοινό
όπως
ότι οι γονείς μας είχαν καρκίνο σχεδόν την ίδια στιγμή
Aπ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις όσον αφορά τα θέματα, την αισθητική και το στιλ, έτσι όπως μπορούμε να δούμε στα έργα της Γαλλο-Νορβηγού ποιήτριας Σάρλοτ Λουίζ Βάγιο Κνούντσεν ή του Άρλεν Γουίχνε, οι οποίοι κατέχουν μια ειδική οπτική ευαισθησία και χρησιμοποιούν το καλλίγραμμα ως μέσο έννοιας –μερικοί απ’ τους ανθολογούμενους ποιητές ασχολούνται, εξάλλου, και με τις πλαστικές τέχνες. Η Βάγιο Κνούντσεν, η οποία, σε αντίθεση με τους άλλους Νορβηγούς ποιητές, βλέπει την ποίηση ως ένα μέσο για να συναρπάζει τον αναγνώστη, μας δίνει στίχους όπως οι εξής:
θα είναι εκεί οι λέξεις
μεταξύ μας
σαν ένας καταρράχτης όπου
διαλυόμαστε
και ρέουμε π
ρ
ο
ς
τ
α
κ
ά
τ
ω
Ο Άρλεν Γουίχνε ψάχνει έμπνευση στη φύση για τους τυπικά επαναστατικούς του στίχους:
Κάποιες θάλασσες απαρτίζουν μια επιφάνεια που καλύπτει
πάνω απ’ τη
μισή
γη
με
ένα
βάθος
πολλών
σκοτεινών
λευγών
Ο Σίντρε Άντερσεν, απ’ την άλλη πλευρά, είναι αναμφίβολα ο πιο ενδοσκοπικός ποιητής αυτής της ανθολογίας και, ίσως ταυτόχρονα, αυτός που επιθυμεί περισσότερο να συμβιβάσει τον εσωτερικό του κόσμο με τον, τόσο δύσκολο για τους νεαρούς ποιητές, εξωτερικό κόσμο:
Άρχισα με τις λέξεις
γιατί μόνο εγώ υπήρχα
Και ήταν ατελείωτες
αν και τώρα
έχω πολλούς φίλους σ’ όλο τον κόσμο
που έχουν μέσα τους το μυστήριο της ζωής
Αν χρησιμοποίησα το ποίημα του Γκριγκ για να καθορίσω μια σειρά αναλογιών, τώρα θεωρώ απαραίτητο να κάνω το ίδιο για να επισημάνω μια κατάσταση που δεν ξέρω αν είναι απογοητευτική ή αισιόδοξη: Οι στίχοι του ποιήματος «Στα νιάτα» νομίζω πως δεν ισχύουν γι’ αυτήν την καινούργια ποιητική γενιά, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, αλλά και λόγω μιας δίκαιης επαναστατικότητας αυτών των νέων, οι οποίοι, απαλλαγμένοι πια απ’ τις προφάσεις των παλιών και άμεσων συνθηκών, υποχρεώθηκαν να εξεγερθούν και να δημιουργήσουν μια δική τους μοναδική αισθητική, η οποία, χωρίς να παραμερίζει τελείως τη μορφή του άλλου, δίνει πιο πολύ έμφαση στο Εγώ. Έτσι, φαίνεται ότι ο Γκριγκ έκανε μάταια έκκληση για τις αξίες της ενότητας, της αδελφικότητας και της ανάπτυξης για τις μελλοντικές γενιές, αγνοώντας ότι απ’ τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θ’ ανέκυπτε ένας νέος απολυταρχισμός, ο ατομικός, χωρίς πίστη στη ζωή και την αξία της ανθρωπότητας, μέσα σε μια κοινωνία όπου η επικοινωνία είναι εντελώς απούσα.
Χοσέ Μανουέλ Ρομέρο Σάντος