Ανθολόγηση: Αλίξ Παροντί
Μετάφραση: Αγγελική Δημουλή
Πρόλογος: Συλβιάν Ντουπουί, Ντενίζ Μούτσενμπεργκ, Αλίξ Παροντί
*
Βενσάν Γιερσίν, Μπατίστ Γκαγιάρ, Μελό Ζενέ, Μπενζαμέν Ζιχλίνσκι, Αλεξάντρ Καλνταρά, Αναΐς Καρόν, Oντίλ Κορνού, Ζουλιέν Μαρέ, Λιν Μολινό, Αν-Σοφί Ντιμποσόν, Πιερίν Ποζέ, Ρενό Ριντλισμπαχέρ, Στεφανί ντε Ρογκάν, Λορέν Σεναμό, Μαρίνα Σκάλοβα, Κλεά Σοπάρ.
Find the book here
Η δυτική, γαλλόφωνη Ελβετία οριοθετείται από τις λίμνες της, τις Άλπεις και το καντόνι Γιούρα. Περιλαμβάνει τα μονόγλωσσα καντόνια της Γενεύης, του Βοντ, του Νεσατέλ και του Γιούρα, αλλά και τα δίγλωσσα καντόνια του Φρίμπουργκ και του Βαλέ. Πρόκειται για μια χώρα γεμάτη ποίηση. Εδώ πάντοτε μιλούσαν τα γαλλικά, αν και μέχρι πρόσφατα μιλούσαν και τα ρομανικά. Από αυτήν τη γη έχουν εμπνευστεί ποιητές όπως ο Μπάιρον, ο Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ και ο Τόμας Χάρντι. Η χώρα είναι όμως διάσημη και για τους ξένους συγγραφείς που έχουν ζήσει εδώ, όπως ο Ουγκώ, ο Λαμαρτίν, ο Ρίλκε, ο Μπόρχες, αλλά και για τους ποιητές που γέννησε η ίδια και στη συνέχεια πολιτογραφήθηκαν στη Γαλλία, όπως ο Μπλεζ Σαντράρ ή ο Φιλίπ Ζακοτέ. Σύμφωνα με την Μπερτίλ Γκαλάν, οι γαλλόφωνοι Ελβετοί ποιητές και ποιήτριες έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικούν την αρχή μιας «βασικής διαφοροποίησης» για μια ποίηση που αναζητά «να νικήσει την απομόνωση χωρίς να εγκαταλείψει την εσωτερικότητα που της είναι επίσης αγαπητή».
Στην αυγή του 21ου αιώνα η γαλλόφωνη Ελβετία ή Ρομανδία, όπως την αποκαλούν οι κάτοικοί της, βρίθει νέων ποιητών και ποιητριών. Η παρούσα ανθολογία προσφέρει ένα δείγμα που δεν είναι εξαντλητικό, ωστόσο περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο σπουδαίους εκπροσώπους της περιοχής.
Αρκετοί από αυτούς έχουν σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών ή στην Ανώτατη Σχολή Γραφικών Τεχνών. Ταυτόχρονα, μπορεί να ασχολούνται με τις πλαστικές τέχνες ή την περφόρμανς, να είναι καθηγητές, δημοσιογράφοι, να ταξιδεύουν, να είναι άνθρωποι πολυσχιδείς και μάλιστα βραβευμένοι για το έργο τους.
Τα βιβλία του Αλεξάντρ Καλνταρά δημιουργούν βάσιμες απορίες στους αναγνώστες τους. Είναι άραγε Ο κοκαλιάρης ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα που κινείται στα –όλο και πιο δυσδιάκριτα– όρια της ποίησης και της πεζογραφίας; Είναι τα Φλύαρα γυμνά μια μπουρλέσκ τοιχογραφία ή μήπως αφηγούνται μια ιστορία που δεν μπορεί να ειπωθεί; Είναι το Πεζέ Πάτερσον αφήγημα μιας αχαλίνωτης, ιδιότροπης φαντασίας, όπως αναφέρεται και στην παρουσίαση της έκδοσης; Στο τελευταίο του βιβλίο, το Γραφείο αοριστιών, που παρουσιάζει έναν διάλογο με τη Σιμπίλ Μονέ, ο ίδιος ο συγγραφέας λέει: Όπως οι παλιοί γραφιάδες, μαυρίζω τα φύλλα χαρτιού σ’ ένα ρολό, αλλά στον 21ο αιώνα, τον αιώνα-υπόγειο, το ρολό είναι φτιαγμένο από ένα συνθετικό υλικό όμοιο με το βινύλιο. Ο γραφιάς αντικαθίσταται πλέον από έναν περφόρμερ που αρθρώνει, μουρμουράει και χορεύει τις λέξεις. Εν ολίγοις, ο Αλεξάντρ Καλνταρά δεν μπορεί να καταταχτεί σε καμία κατηγορία ποιητών.
Η Αναΐς Καρόν ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους της, τους οποίους δεν σταματά να παρατηρεί μέσα από το σώμα, τη σάρκα και το δέρμα τους. Την εκπλήσσει το γεγονός πως είναι προορισμένοι να πεθάνουν, ωστόσο ζουν και δονούνται. Τα κείμενά της εκπέμπουν μεγάλη δύναμη και αναδύουν ισχυρές οσμές. Στη Σφραγίδα, που αποτελείται από τρία μέρη –«Σύντομα νέα, Πορτρέτα, Επεισόδια»– η λέξη «σώμα» επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, ενώ συχνά οι γυναίκες είναι εκείνες που μιλάνε και αποτελούν το αντικείμενο της περιγραφής. Το ποιητικό της σύμπαν είναι πολλές φορές εσωτερικό και γεμάτο γοητευτικό αισθησιασμό. Έτσι, στο Σώμα μου μια γυναίκα λέει: Οι άντρες αγαπούν τις ατέλειες του κορμιού μου. Τα χέρια τους παίζουν με το χνούδι της πλάτης μου, της κοιλιάς μου. Γεύονται το αλάτι από το δέρμα μου, τραβούν τα μαλλιά μου από το καυτό μου μέτωπο. Τα δάχτυλά τους επισκέπτονται το ανάγλυφο της σάρκας μου. Φιλάνε τις ρυτίδες των ματιών μου και τις πληγές που με διακοσμούν.
Στην ποίηση του Λορέν Σεναμό, που κάποιες φορές υιοθετεί πλήρως την πεζογραφία και άλλες φορές απλώς τη μιμείται, βρίσκουμε πολλά οικεία αντικείμενα: παιδικά παιχνίδια, λευκά σεντόνια, κουρτίνες… που διαμορφώνουν γύρω από το Εγώ μια εσωτερική γεωγραφία, καθησυχαστική, μελαγχολική και ενίοτε φανταστική. Αυτή η ποίηση, που βρίσκεται συχνά «στο όριο των δακρύων», έχει ως θεματικές, πέρα από την αξεπέραστη παιδικότητα, τη θεμελιώδη αλλά κλειστή οικογενειακή κυψέλη, τη σχέση με τον πατέρα –που είναι ζωγράφος και έχει εικονογραφήσει δύο βιβλία του γιου του, εκ των οποίων το ένα έχει τίτλο Πέτρες που έφαγε η θάλασσα και υπότιτλο Σημειώσεις στη ζωγραφική του πατέρα μου. Έτσι, με τη σειρά του, το ποίημα προσφέρει σκέψεις για τη ζωγραφική –του Κλε ή του Μοράντι– και τη μουσική…
Η Κλεά Σοπάρ χρησιμοποιεί όλες τις λογοτεχνικές φόρμες, τις οποίες μάλιστα αποκαλεί «το λογοτεχνικό της ακίνητο». Ασχολείται με τη γυναικεία γραφή, είτε με χιούμορ είτε με σκληρότητα, ενώ συχνά χρησιμοποιεί την περφόρμανς για να μεταφέρει, σύμφωνα με τις επιθυμίες της, το «λογοτεχνικό της ακίνητο» σε ένα περιβάλλον ασταθές και ανήσυχο, μετατρέποντάς το, ανάλογα με το μέρος, σε σελίδα, βιβλίο, ήχο, εικόνα. Αναρωτιέται για τη σχέση ανάμεσα στη φύση, το σώμα και τη γνώση. Η βοτανική και τα ιαματικά φυτά αποτελούν για τη συγγραφέα μια μεγάλη έμπνευση, αλλά ενδιαφέρεται και για την ιστορία της διακόσμησης, τη γυναικεία λογοτεχνική κριτική, τα ζητήματα της μετάφρασης, την ιστορία των ψυχικών νόσων. Στην Ακουιλέγκια την κοινή η Κλεά Σοπάρ τονίζει ότι αν η ποίηση μπορεί να πάρει τον κήπο και να τον μεταγράψει, είναι επειδή πολλαπλασιάζει τις οπτικές, τις λογοτεχνικές πηγές του τόπου και του χρόνου, ακόμη και τις γλώσσες –ένα μέρος σαν το πάρκο Ρουσώ είναι τόσο ένας «γραπτός κήπος» όσο και μια αφορμή για γραπτή ποίηση με θέμα τον κήπο.
Αφού πέρασε από το Ρόγιαλ Κορτ του Λονδίνου και συνεργάστηκε για τρία χρόνια με ένα θέατρο στη Λωζάνη, η Οντίλ Κορνού ξεκίνησε τη συγγραφική της δραστηριότητα με τον Τερματικό σταθμό, μια συλλογή θεατρικών μονολόγων, καθώς και με μια σειρά έργων για το ραδιόφωνο και το θέατρο. Ασχολείται κυρίως με τη φωνή, ενώ αναζητά νέους τρόπους και μηχανισμούς ανάγνωσης ή περφόρμανς. Η ποιητική της πεζογραφία διατηρεί ένα ίχνος προφορικότητας και σκηνογραφίας του λόγου. Το 2019 κέρδισε το Βραβείο Bachelin για την Επιβράδυνσή μου, μια μακρά πεζογραφική παρέκβαση γεμάτη φαντασία, κάτι ανάμεσα σε άσκηση θαυμασμού και επανεφεύρεσης πάνω στο ποίημα του Μισώ Η επιβράδυνση, που χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο ή πηγή συγγραφής.
Στη συλλογή Δεν υπάρχει χρόνος για τρέξιμο η Στεφανί ντε Ρογκάν παρουσιάζει τα ποιήματά της σαν μια μουσική παρτιτούρα σε τέσσερις κινήσεις ή σαν μια σειρά αστερισμών. Την αρχή κάνει η «Μοντέρνα ζωή», σε διάφορα τέμπο: ταχύτητα, υπερβολή, βουλιμία, ωχ!, απάτες, σουτ!, φόβοι, ιστός, εφηβεία, ζόμπι, σκιά ή σκοτεινιά, και μετά; Ακολουθεί η «Λευκή νύχτα» ή στον πληθυντικό «Λευκές νύχτες», το «Κάψιμο» και το «Κάποτε υπήρχε», ένα είδος συμφωνίας που αρχίζει με τον στίχο η πλήξη είναι το σβήσιμο αυτής της ασταμάτητης δέσμης ψευδαισθήσεων που φέρνουν ελπίδα και τελειώνει με τον στίχο αν είχα πράξει αλλιώς. Εδώ η γλώσσα παραπέμπει σε ένα μεγάλο φύσημα που φτάνει στην απώλεια της ανάσας, με ελάχιστα σημεία στίξης. Πρόκειται για μια εντελώς μοντέρνα γραφή, χωρίς διακοσμητικά και φιοριτούρες, με μια σύνταξη εκτός πορείας, μια πορεία της ζωής που αναρωτιέται γιατί να φτιάχνουμε δαιδάλους όταν ο δρόμος μας πηγαίνει ευθεία; Ο φόβος είναι κυρίαρχος και σαν τα ζόμπι χάνουμε την έννοια της πορείας τη μορφή του οδηγού παρεκτρέπεται η βελόνα σπέρνεται η αμφιβολία αυξάνεται η παραφροσύνη. Είναι η διαδρομή μιας ζωής που αναρωτιέται για αυτά τα λησμονημένα όνειρα που είχαν γαντζωθεί στης ψυχής τα περιθώρια. Πρόσφατα εκδόθηκε και η δεύτερη συλλογή της με τίτλο Τι σημασία έχει ο άνεμος.
Η Αν-Σοφί Ντιμποσόν, ποιήτρια και ταξιδεύτρια, ξαναβρίσκει στιγμιαία θαύματα και, κατά την επιστροφή στη χώρα της, μια κάποια εγκατάλειψη στη φύση και τη ζωή. Περνάει φάσεις στοχασμού και ενδοσκόπησης, αναζητώντας κάτι που βρίσκεται κοντά στην ένδεια και, μέσω της γραφής της, αντιμετωπίζει την απουσία, το συναίσθημα που αυτή δημιουργεί και τη δυσκολία να βρει κανείς ξανά το νόημα όταν επανέρχεται στις ρίζες του, τον εσωτερικό σπαραγμό, την επιθυμία της πατρίδας αλλά και τη δυσκολία παραμονής σε αυτήν. Η ποιήτρια χρειάζεται τα βουνά και τα νερά της χώρας της, την υπέροχη και δυνατή φύση, τη γλώσσα των κατοίκων της. Τα κείμενά της είναι απλά και αντικατοπτρίζουν το βίωμα, απ’ όπου πηγάζουν μυρωδιές γης και νερού, μια μαγεία, ένας έρωτας. Μας παρασύρει με τη μουσική των λέξεων παίρνοντας τα πράγματα έτσι όπως έρχονται: Αγαπώ αυτό το νερό αυτόν τον πλημμυρισμένο αγρό την τρυφερότητα του να αφήνεσαι υπάρχει αυτή η αλήθεια του να είσαι φτιαγμένη από αυτήν τη ρευστή ζωντανή ομορφιά τον βάλτο μας την αρπαγή της τριανταφυλλιάς που γέρνει σαν κι εκείνο τον παγωμένο άνεμο την αναζήτηση του χειμώνα.
Ο Μπατίστ Γκαγιάρ δουλεύει το ίδιο καλά την ύλη και τη γλώσσα. Αναρωτιέται για τη γη, για τη φύση δίχως τους ανθρώπους, μια φύση που αλλάζει, που μεταμορφώνεται στον ρυθμό των φυσικών αντιδράσεων. Ακολουθεί τον ρυθμό των εποχών, των φαινομένων, που περιγράφει σαν ομόκεντρους κύκλους, όπου τίποτα δεν δημιουργείται, τίποτα δεν χάνεται… Ξεκινώντας πάντα από το ρήμα «υπάρχει», διαπιστώνει, επαναδιατυπώνει ή προσθέτει μια επιπλέον εξήγηση. Το υλικό του έργου του βρίσκεται σε συνεχή μεταμόρφωση. Εξελίσσεται, αποκόπτεται, μεταφέρεται, αναδιοργανώνεται, διαχωρίζεται, ανασυντίθεται. Στον Τομέα των σωματιδίων βρισκόμαστε ανάμεσα σε σωματίδια που είναι αμήχανα, σε μιάσματα ενός λασπώδους νερού, στο λάδι, στον βούρκο, στη σκόνη. Δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη παρουσία. Υπάρχει μόνο μια μορφή ύλης –πλαστικό, πίσα, μπετόν– ή αντικειμένων –φλεγόμενο βαρέλι, φωτογραφίες, δοχεία μπογιάς, λαχανικά ψυγείου. Κάθε ποίημα –ή κάθε νέα σελίδα από εκείνο το μεγάλο ποίημα που λέγεται βιβλίο– εμφανίζεται σαν μια νέα μάζα που έρχεται να προστεθεί στο σύνολο. Βρισκόμαστε στη μέση των θραυσμάτων μιας καταστροφής, καθώς και στα μέρη που θα χρησιμεύσουν στη δημιουργία νέων πραγμάτων: Διαδοχή λοφίσκων και κοιλοτήτων στο μονο/πάτι· καταστροφής καθώς και / προόδου. Είναι δύο ορίζοντες που συνυπάρχουν. / Θα μπορούσαν να είναι στο στάδιο της ανέγερσης, ακόμη / στην αρχή, ή στο τελικό στάδιο της διάλυσης. / Μόνο προς το παρόν όμως, γιατί όλα αυτά μοιάζουν να είναι σε / αναστολή. Σε πλήρη στασιμότητα, όλα ανακατεύονται.
Ο Μελό Ζενέ έχει ένα όνομα που ακροβατεί ανάμεσα στη μελωδία και τη μελοποίηση. Είναι ένας φυλοακαθόριστος, διεμφυλικός, στρατευμένος ποιητής, περφόρμερ, ηθοποιός και ακτιβιστής, που υπερασπίζεται το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα, μακριά από ταμπέλες. Είναι επαναστάτης τόσο στη ζωή όσο και στη γραφή του. Η καταγωγή του από οικογένεια μιγάδων, καθώς και η πορεία της ζωής του, τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση, σε πολύ νεαρή ηλικία, της έλλειψης λογικής και ανθρωπιάς του συστήματος. Έτσι, ασχολήθηκε με θέματα όπως τα απομεινάρια της σκλαβιάς στο σώμα των απόγονων των σκλάβων, η αποδόμηση της θητείας, η ορατότητα των φύλων, της σεξουαλικότητας ή των σχέσεων εξουσίας, η επιβίωση και η ριζική φροντίδα του εαυτού, οι χώροι που μπορεί να δημιουργήσει το άτομο, η χαρά της ύπαρξης και της αγάπης. Γράφει στα αγγλικά, στα γερμανικά και στα γαλλικά. Η ποίησή του είναι δυνατή, έως και βίαιη, ενώ συχνά διαλύει τις ελπίδες, αλλά διατηρεί πάντα το χιούμορ που είναι και το όπλο του. Πρόκειται εν τέλει για μια ποίηση διφορούμενη, η οποία παίζει με τους ήχους, τις επαναλήψεις, τα λογοπαίγνια: αχ πόσο ευτυχισμένοι θα είμαστε την εποχή της παύσης την εποχή του τίποτα την εποχή χωρίς εποχή χωρίς τίποτα.
Η ποίηση του Μπενζαμέν Ζιχλίνσκι βρίσκεται ανάμεσα στον Ρίλκε και τον Ντίλαν. Στα Σπάργανα της Εύας και στα Ανέμελα καμίνια η γραφή του θυμίζει τον Νερβάλ ή τους σκοτεινούς στίχους του Τριστάν Κορμπιέρ. Μια τέτοια ποίηση εκπλήσσει στις αρχές του 21ου αιώνα. Μια μοναδική φωνή, συχνά πονεμένη, ψάχνεται και εκδηλώνεται σε κάθε ποιητική του συλλογή: Πεταλούδα της ημέρας /Το φως με περιβάλλει / Αλλά διάλεξα να κουρνιάσω / Στο σκοτάδι. Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ακόμα και τα βράχια σπάνε –όπου, όπως και στο προηγούμενο, τα αγγλικά εναλλάσσονται με τα γαλλικά– ο ποιητής ονειρεύεται να ξαναβρεί ένα τραγούδι: …θα επιστρέψω στα βήματά μας / Και θα φάω τα μικρά βότσαλα / Που έσπειρα / Στον δρόμο. Ακόμα κι αν η άβυσσος και η νύχτα είναι απειλητικές, Δεν μπορώ ν’ αγαπάω όσο μισώ / Και μισώ την τρέλα / Που αργά με τρώει. Και καταλήγει: Οι βράχοι σπάνε / Και γίνονται άμμος / Η άμμος μαζεύεται / Και φτιάχνει βράχους.
Ο Ζουλιέν Μαρέ είναι ο πιο φορμαλιστής και πειραματικός ποιητής. Κάθε συλλογή του αντιστοιχεί σε μια νέα γλώσσα και μορφή. Το πρώτο του βιβλίο έχει τίτλο Ρεφρέν –άραγε με την έννοια της επανάληψης, του ριτορνέλο, της αναμόχλευσης ή του λογοτεχνικού ρεφρέν; Η συλλογή κινείται διστακτικά ανάμεσα στο μεταφυσικό μυθιστόρημα, τη λυρική αφήγηση και το τραγούδι, ενώ δομείται γύρω από τρεις «λέξεις-προσχήματα»: σωλήνας, σωληνάριο, τρύπα. Αφηγείται, με μια δόση χιούμορ και παρωδίας, την ιστορία ενός ανθρώπου που έπεσε σε μια μαύρη τρύπα, περιγράφοντας την υπαρξιακή φυγή του. Η Επίπλωση, που δημοσιεύτηκε το 2014, ακολουθεί το ξεδίπλωμα μιας ανάμνησης που δημιουργείται και επινοείται. Στη συλλογή που δουλεύει τώρα, η ποίησή του θυμίζει Μαλαρμέ και διαλύεται σε κάθε σελίδα σε μια μορφή αστερισμού.
Η Λιν Μολινό είναι συγγραφέας και καλλιτέχνις. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Κοίτα τον θόρυβο των βουνών μοιάζει με ένα μεγάλο μελοποιημένο τραγούδι, γεμάτο μελαγχολία και σκοτεινιά, το οποίο διακόπτεται από διπλές κενές σελίδες που κυμαίνονται χρωματικά από το μαύρο έως το λευκό. Μας προσφέρει ματιές στη φύση και τα μυστικά της, τη συνεχώς ανανεώσιμη ομορφιά της, τη δύναμή της, εκεί που ο θάνατος είναι παρών και το μεγαλείο της φύσης και των Άλπεων επιτρέπουν ίσως να συλλάβουμε την πελώρια απουσία. Ή ακόμη: Έχει απίστευτο καιρό αυτήν την ημέρα. Ακούτε το ρυάκι του καναλιού που κυλάει ασταμάτητα, το τραγούδι μερικών πουλιών, το θρόισμα των εντόμων και, από μακριά, τον εκκωφαντικό θόρυβο του κεραυνού και του καταρράκτη. Και, ενώ έχει τόσους θορύβους, ακούτε τη σιωπή.
Η προσοχή στη χαμένη παιδικότητα είναι κοινή στην Πιερίν Ποζέ και στον Λορέν Σεναμό, που γεννήθηκαν και οι δύο στη Γενεύη. Η Ποζέ λέει πως ξεκίνησε να γράφει ακατανόητα πράγματα για να καταφέρει τελικά να φτιάχνει φράσεις που δεν κρύβονται πια. Ωστόσο, στα ποιήματά της εντυπωσιάζει αυτή η φανερή αποστασιοποίηση που, ήδη από την πρώτη της συλλογή, λες και είναι απαραίτητη η προστασία πίσω από τις λέξεις, εκφράζεται μέσα από μια συχνή προσφυγή στο τρίτο πρόσωπο, αντί του «Εγώ» που υιοθετούν οι περισσότεροι ποιητές, ή μέσα από μια απροσδόκητη χρήση του παρελθοντικού χρόνου, σε σημεία μάλιστα που δεν υπάρχει αφήγηση αλλά παρουσίαση θαμμένων εικόνων σε σύντομα ποιήματα. Η ποιήτρια διακρίνεται επίσης για την ονειροπόληση, την εύθραυστη ευαισθησία που κινείται ανάμεσα στην ντροπή και την αγριότητα, την αριστοτεχνική χρήση της έλλειψης και της πυκνότητας. Εν ολίγοις, φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο. Στη συλλογή Ήταν ο μήνας του κλαδέματος λέει: Σε κοιτάζω, σε αγγίζω, σου μιλάω. / Κάθε μέρα επουλώνω. / Όλα τα ελπίζω. / Τίποτα δεν έχω.
Η Μαρίνα Σκάλοβα και η Οντίλ Κορνού είναι συγγραφείς που ασχολούνται και οι δύο με τη θεατρική γραφή. Η Σκάλοβα, που γεννήθηκε στη Μόσχα και έζησε στο Βερολίνο προτού καταλήξει στη Γενεύη, είναι όμως και ποιήτρια και μεταφράστρια. Εκτός κι αν πρέπει να θεωρήσουμε ότι, αφού μεγάλωσε και γαλουχήθηκε στο σταυροδρόμι πολλών γλωσσών, επιδίδεται σε μία και μόνο κοινή δραστηριότητα, τη μετάφραση. Πράγματι, η πρώτη της συλλογή Δύσπνοια – Κομμένη αναπνοή είναι δίγλωσση. Βρίσκει γέφυρες από τη μία γλώσσα στην άλλη μέσα από λέξεις που γίνονται ηχώ, αντανακλώνται ή μεταμορφώνονται από την ποίηση. «Ξεριζωμένη», αλλά και γεμάτη κλαδιά, η «γλώσσα-ματριόσκα» της ποιήτριας κουβαλά μια εμπειρία της εξορίας και των απρόοπτων της ιστορίας, γεγονός που της επιτρέπει να ταυτιστεί με τους πρόσφυγες, τους πλανόδιους, με αυτούς που δεν έχουν καμιά φορά παρά / ένα / μόνο παπούτσι.
Ο Βενσάν Γιερσίν είναι μέλος της ομάδας AJAR και διεκδικεί τον τίτλο του ποιητή με το πρώτο του βιβλίο, Επιστολή αιτιολόγησης. Η συλλογή παίζει με τα κενά και τις λέξεις που τελικά μπαίνουν στις σελίδες, ενώ αναπολεί τη ζωή και τα όνειρα ενός νεαρού άντρα που έχει ταξιδέψει πολύ στον κόσμο. Τα πήρα όλα, όλους και όλο τον κόσμο πάνω μου. Ή ακόμα: Ανέλαβα να τα ξαναβάλω όλα πίσω στον κόσμο. Τα ποιήματα και τα κείμενά του είναι σύντομα, ενώ φαίνεται να αναζητά έναν λόγο άμεσο, όσο το δυνατόν λιγότερο έναρθρο, και ενίοτε προκλητικό, έναν λόγο που σχεδόν αρνείται να διαλέξει ανάμεσα στην ατομικότητα και σε εκείνο που είναι κοινό για όλους. Διερωτάται για τις γλωσσικές πράξεις και συνήθειες της καθημερινής ζωής με ένα λυπημένο χιούμορ και μερικές ρομαντικές πινελιές. Το επίγραμμάτου για τον Τζιμ Χάρισον μας δίνει ίσως το κλειδί για την προέλευση του έργου του: Αλλά η κοινή λογική μάς προειδοποιεί λέγοντας ότι, όταν δημοσιεύουμε, ξεφορτωνόμαστε ένα βάρος και το προσφέρουμε σε κάποιον άλλον, είτε είναι ευχάριστο είτε όχι.
Οι δεκαέξι ποιητές και ποιήτριες που παρουσιάζονται σε αυτήν την ανθολογία είναι νέοι, δημιουργικοί και αντανακλούν τη γη της γαλλόφωνης Ελβετίας με την οποία είναι δεμένοι και από την οποία ταυτόχρονα απομακρύνονται, για να επιστρέψουν πάντα σε αυτήν ανανεωμένοι.
Συλβιάν Ντουπουί, Ντενίζ Μούτσενμπεργκ, Αλίξ Παροντί