Ανθολόγηση – Πρόλογος: Πάβελ Ζαρούτσκι
Μετάφραση: Πάβελ Ζαρούτσκι, Ελένη Κατσιώλη, Κατερίνα Μπάσοβα
**
Ροστισλάβ Αμέλιν, Πάβελ Αρσένιεφ, Σεργκέι Γκέιτσενκο, Άννα Ζολοταρέβα, Κιρίλ Κορτσάγκιν, Αλεξέι Κουντρικόφ, Εντουάρτ Λουκογιάνοφ, Ντενίς Μπεζνόσοφ, Βλαντίμιρ Μπελιάεφ, Γκαλίνα Ρίμπου, Ιβάν Σοκολόφ, Ευγενία Σούσλοβα
Η μετάφραση των ποιημάτων των: Ροστισλάβ Αμέλιν, Πάβελ Αρσένιεφ, Σεργκέι Γκέιτσενκο, Κιρίλ Κορτσάγκιν, Αλεξέι Κουντρικόφ, Εντουάρτ Λουκογιάνοφ, Ντενίς Μπεζνόσοφ και Γκαλίνα Ρίμπου έγινε από την Ελένη Κατσιώλη. Η μετάφραση των ποιημάτων των: Άννα Ζολοταρέβα και Βλαντίμιρ Μπελιάεφ έγινε από την Κατερίνα Μπάσοβα. Η μετάφραση των ποιημάτων των: Ιβάν Σοκολόφ και Ευγενία Σούσλοβα έγινε από τον Πάβελ Ζαρούτσκι.
Find the book here
Απ’ ό,τι φαίνεται στον σημερινό ρωσικό ποιητικό χώρο, στη θέση του διαστήματος που υπήρχε μεταξύ της υψηλής και της μαζικής τέχνης, εμφανίστηκε ένα άλλο είδος διαστήματος, μεγαλύτερο από πριν. Υπάρχει η «διαδικτυακή ποίηση», -ένας τύπος του μπλόγκινγκ, που αναμιγνύει τα στοιχεία της ποίησης, η οποία πολύ συχνά είναι επηρεασμένη απ’ τα έργα του Ιωσήφ Μπρόντσκι και από το ύφος των αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα. Όμως, δεν λειτουργεί ως ένα παράλληλο σύμπαν και ως μία ποίηση που βασίζεται στις αναζητήσεις των κινημάτων του προηγουμένου αιώνα. Η «διαδικτυακή ποίηση» εμφανίστηκε εξαιτίας του ρωσικού κοινωνικού δικτύου ‘‘vk’’ που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των Ρώσων, όπως συμβαίνει και με το ‘‘facebook’’ στις άλλες χώρες. Σ’ αυτήν την ποίηση, το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ταχύτητα παραγωγής, έτσι ώστε να διατηρηθεί η προσοχή των αναγνωστών. Με αυτόν τον τρόπο, οι πιο ταλαντούχοι εκπρόσωποι μιας τέτοιου είδους ποίησης (σε γενικές γραμμές πρόκειται για νεαρές γυναίκες) συγκεντρώνουν πολύ κόσμο στις βραδιές τους. Σε αντίθεση με τη διαδικτυακή ποίηση, η «λογοτεχνική» ποίηση είναι ενωμένη φαινομενικά, όμως στην πραγματικότητα και σε αυτήν τη μορφή ποίησης υπάρχουν διαφορετικά κινήματα με διαφορετικές θεωρητικές βάσεις.
Η μεγάλη πηγή επιρροής της σύγχρονης ρωσικής ποίησης είναι η σοβιετική «ανεπίσημη τέχνη» της δεκαετίας του ’70, η οποία χαρακτηρίζεται από την αισθητική του σαμιζντάτ (ιδιωτικές εκδόσεις ορισμένης κυκλοφορίας που -πολύ συχνά παράνομα- διακινούνταν χέρι με χέρι) και την απέχθεια των εκπρόσωπών της προς την επίσημη επαγγελματική και ιδεολογική λογοτεχνία με τη χαρακτηριστική γλώσσα της. Ιδιαίτερα η νέα ποίηση επηρεάστηκε απ’ τις δύο τάσεις εκείνης της εποχής: απ’ την ποίηση του κονσεπτουαλισμού (και ειδικά του Ντμίτρι Πρίγκοβ), με την ασυνήθιστη και ειρωνική χρησιμοποίηση των γλωσσικών κλισέ και την έμφασή της στην προσποίηση του συγγραφέα, και απ’ τη «γλωσσοκεντρική γραμμή του Αρκάντι Ντραγκομόσενκο». Όσον αφορά τη δεύτερη τάση, ο ποιητής Ιβάν Σοκολόφ, σ’ ένα άρθρο του, επισήμαινε ότι η παράταξη, τυπική για το ύφος του Ντραγκομόσενκο, έγινε φετίχ για τη νέα ρωσική ποίηση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί και η επαναστατική φύση μιας τέτοιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από την απουσία των κατεστημένων συμβάσεων μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Εννοείται ότι η ποίηση δεν προτείνει πια καμιά απάντηση στις ερωτήσεις που υποτίθεται ότι έχει ο αναγνώστης.
Κατά τη γνώμη του θεωρητικού και ποιητή, Κυρίλλου Κορτσάγκιν (μετάφραση: Πάβελ Ζαρούτσκι), υπάρχουν τρεις στρατηγικές της ποιητικής γραφής: όταν η παράδοση μιλάει μέσω της φωνής του ποιητή, όταν ο ποιητής τονίζει τη δική του παρουσία στα έργα του και όταν στο κείμενο λειτουργούν τα καθημερινά τελετουργικά του λόγου. Στην ποίηση του ίδιου του Κορτσάγκιν οι γλωσσικές δομές σχεδιάζουν έναν χώρο στον οποίον η ύπαρξη της μνήμης είναι αυτόνομη και δεν επιτρέπει τις παρεμβάσεις του συγγραφέα. Η ποιήτρια Ευγενία Σούσλοβα γράφει ότι: «στη γλωσσική του πρακτική ο Κορτσάγκιν ερευνά τα πράγματα που είναι τρομαχτικά να μνημονευτούν, δημιουργώντας έτσι την ‘‘ποιητική της Νυρεμβέργης’’». Η ίδια η γλώσσα λειτουργεί και στα έργα της Σούσλοβα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στην ποίησή της η σελίδα γίνεται μία οθόνη, πίσω απ’ την οποία οι λέξεις, σαν ένας μαθηματικός κώδικας, δημιουργούν όχι ένα σύμπαν αλλά κάποια ουσία, η οποία εξετάζει εξίσου τον αναγνώστη της. Μάλλον, η απουσία του συγγραφέα είναι περισσότερο αισθητή στα έργα του Ντενίς Μπεζνόσοφ. Στην ποίησή του απουσιάζει η εθνικότητα ως έννοια και αίσθηση, ενώ το παράλογο μαζί με την απουσία του ανθρώπου στον κόσμο των πραγμάτων προκαλεί μία ηδονοβλεπτική αίσθηση κάποιου παράξενου τελετουργικού.
Με παρόμοιο τρόπο υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην ποιητική παράδοση. Έτσι, στην ποίηση του Αλεξέι Κουντριακόφ (μετάφραση: Πάβελ Ζαρούτσκι) η λεπτότητα του μέτρου μαζί με τους αρχαϊσμούς φέρνει σε σύγκρουση το σημερινό με το περασμένο, σε κάποιο άχρονο υποδιάστημα. Εφόσον, για τον Κουντριακόφ, το παρελθόν υπάρχει και μέσα στο παρόν, για την Άννα Ζολοταρέβα υπάρχουν «το τώρα και το τότε». Στα έργα της συνεχώς χτίζεται ένας λαβύρινθος, στον οποίο το πέρασμα του χρόνου παύει να είναι γραμμικό, και οι φωνές των καλλιτεχνών του παρελθόντος ακούγονται σε μία πολυφωνία μαζί με τη φωνή της ίδιας της ποιήτριας. Ο Βλαντίμιρ Μπελιάεφ εξερευνά τη λειτουργία της παραδοσιακής αφηγηματικότητας στα διαφορετικά συμφραζόμενα. Αυτός ο ποιητής δρα σε διαφορετικά επίπεδα, για παράδειγμα δημιουργεί μία σειρά ξύλινων σανίδων με κολάζ απ’ τα αποσπάσματα παλιών εφημερίδων, μετατρέποντας έτσι τον αρχικό διδακτισμό των ΜΜΕ στην ποιητική γλώσσα του αντικειμένου της τέχνης. Στον αστικό του αξιονισμό, καθώς και στα γραπτά του έργα, η αίσθηση του χώρου, ενίοτε του φυσικού ενίοτε του μεταφυσικού, παίζει σημαντικό ρόλο.
Οι πολιτικές προοπτικές των συμφραζομένων ανοίγονται στα έργα του Πάβελ Αρσένιεφ. Σύμφωνα με τον Αρσένιεφ, οι τεχνικές της γραφής σήμερα δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία, όσο έχουν οι τεχνικές της ανάγνωσης. Στα δικά του έργα (π.χ. στη σειρά ‘‘ready-written’’) ο Αρσένιεφ-ποιητής ταυτίζεται με τον Αρσένιεφ-αναγνώστη. Στην ποίησή του, όπως και στα δρώμενα και στις ινσταλέισιον, η συσχέτιση μεταξύ δημιουργού/αναγνώστη με την απουσία των κατεστημένων ρόλων ξεκινά έναν διάλογο στα συμφραζόμενα της πολιτικής και ποιητικής αριστεράς, που όμως δεν προσπαθεί να διδάσκει ούτε να δίνει απαντήσεις. Τα πολιτικά θέματα εμφανίζονται αλλιώς στα έργα του αναρχικού και μάλλον πιο ριζοσπαστικού ποιητή της νέας γενιάς, του Εντουάρτ Λουκογιάνοφ. Η προκλητική, «δεικτική» όπως την όρισε ο Αρσενιέφ, γραφή του Λουκογιάνοφ «ταξιδεύει» μαζί με τη σκέψη του δημιουργού σ’ όλον τον κόσμο, και αυτά τα ταξίδια δεν είναι ούτε τουριστικά ούτε γαλήνια. Η Τσετσενία, η Παλαιστίνη, το Τσαντ, η Κένυα δεν είναι παρά η αρχή της μεγάλης γεωγραφικής λίστας στην ποίησή του. Το ποίημά του «Η πατρίδα» περιέχει τις εξής γραμμές: «Και θέλω να συμπληρώσω / πως χωρίς τον Χίτλερ δεν θα βλέπαμε τον ήλιο / και χωρίς τον Φράνκο δεν θα αναπνέαμε / Όμως, ανασαίνουμε τον αέρα σου, Πατρίδα / και κοιτάζουμε στον χρυσό δίσκο υψωμένο στον ουρανό απ’ τους εθνικοσοσιαλιστές» (μετάφραση: Πάβελ Ζαρούτσκι).
Η έννοια του εμείς είναι κρίσιμη γι’ αυτό το ποίημα, όπως και γενικά για την ποίηση του Λουκογιάνοφ. Ο ποιητής σαν να αναρωτιέται αν υπάρχει άραγε το «εμείς» και το «αυτοί» τον καιρό που ο φασισμός είναι ζωντανός, ακόμα και οι βόμβες συνεχίζουν να πέφτουν. Επιπλέον, αναρωτιέται αν υπάρχουν τα σύνορα που χωρίζουν τους ενόχους από τους αθώους. Ο φεμινισμός, που υπάρχει στην ποίηση της Γκαλίνα Ρίμπου, είναι μία άλλη σημαντική πολιτική τάση στη νέα ρωσική ποίηση. Σύμφωνα με τη Ρίμπου, η ποίηση είναι ένα άσυλο που αποκλείει τις γλώσσες της βίας. Η ποιήτρια ακολουθεί τις δύο στρατηγικές της γραφής. Η μία, η πιο αφηρημένη και γλωσσοκεντρική, συγκεντρώνεται στη διαδικασία της γραφής και της δημιουργίας μίας ποιητικής γλώσσας. Η άλλη, η πιο αφηγηματική στρατηγική, δεν περιορίζεται με τα γλωσσικά ζητήματα της βίας και περιγράφει τις μορφές της, τις οποίες ένας καταπιεσμένος αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή.
Ο Ροστισλάβ Αμέλιν παρουσιάζει μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια να ξαναφορτώσει την ποίηση με νέες προσεγγίσεις. Στα έργα του λείπει η εμφανής αναφορά στην παράδοση και ο πρωτοποριακός πειραματισμός. Όμως, η αλληλεπίδραση μεταξύ της πεζογραφικής αφηγηματικότητας και της αποσπασματικότητας των κοντών γραμμών του γεννά μία νέα ποιητική που ακόμα δεν θέλει να κατηγοριοποιηθεί. Ένας άλλος ποιητής που στέκεται εκτός τάσεων είναι ο Σεργκέι Γκέιτσενκο. Η δραστηριότητά του κυμαίνεται μεταξύ της διαδικτυακής ποίησης και της ποιητικής πρωτοπορίας. Μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας της βιντεοποίησης «Το πήδημα του σολομού» και μουσικός, ο Γκέιτσενκο φαίνεται πιο πειστικός όταν παρουσιάζει ο ίδιος τα κείμενά του, όταν ο ίδιος έχει τη δυνατότητα της παρουσίασης των κειμένων του. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του βιβλίο δημοσιεύτηκε μετά απ’ τη συμμετοχή του στο youtube, στην εκπομπή των δικτυακών ποιητών «Η γιαγιά του Πούσκιν».
Αν και η ύπαρξη της ποιητικής πρωτοπορίας είναι ένα ανοιχτό ζήτημα για τον εικοστό πρώτο αιώνα, όταν κυριαρχεί η παράλογη έννοια της «πρωτοποριακής παράδοσης», η ποίηση του Ιβάν Σοκολόφ είναι πρωτοποριακή με την έννοια της συνεχούς αναζήτησης. Στο μεγάλο έργο του Το κυνήγι, που γράφεται αυτές τις μέρες, ο ποιητής δίνει προσοχή στη σελίδα ως αυτόνομο ποιητικό μέσο. Ο ποιητής δεν περιορίζεται με τον συσχετισμό του γραπτού και του άλεκτου στον χώρο της σελίδας. Με τη βοήθεια των ξένων γλωσσών και των οπτικών στοιχείων, ο Σοκολόφ δημιουργεί μία εξεζητημένη και λεπτή ποιητική δομή που προτείνει έναν τρόπο ανάγνωσης «από μέσα της». Έτσι, ο αναγνώστης, παρακολουθώντας τα χνάρια της αφήγησης δια των διαδικασιών της αναγνώρισης και της ανακάλυψης, παίρνει μέρος και ο ίδιος σ’ ένα ποιητικό ιερό κυνήγι.
Χωρίς αμφιβολία, καμιά ανθολογία δεν είναι σε θέση ν’ απεικονίσει πλήρως την κατάσταση. Έτσι κι εδώ λείπουν πολλά σημαντικά ονόματα όπως: ο Λεβ Ομπόριν, η Αικατερίνη Ζαχάρκιφ, ο Ρομάν Οσμίνκιν, ο Αντόν Οτσίροφ και πολλοί άλλοι. Πιστεύω όμως ότι αυτό το βιβλίο είναι ικανό να δώσει στον αναγνώστη μία εντύπωση για τις ποιητικές αναζητήσεις που πραγματοποιούνται στη σημερινή Ρωσία.
Πάβελ Ζαρούτσκι