Aνθολόγηση: Νέστορας Πουλάκος
Μετάφραση: Αντώνης Μπογαδάκης
Πρόλογος: Χάνα Σιέρνφελντ
**
Αράτσο Αρίφ, Μάι Ίβφγιαλλ, Γκάμπριελ Ίτκες-Ζναπ, Έλιν Κβίκλουντ, Φίλιπ Λίντμπεργκ, Ντάνιελ Μορς, Έμιλ Μπος, Έλις Μπουρρώ, Μερίμα Ντιζντάρεβιτς, Χάνα Ριισάγκερ, Ρόμπερτ Ρογκβάλλ, Σάρα Σεΐκι, Φελίσια Στένροθ, Ντάβιντ Τσίμμερμαν
Find the book here
Εδώ και καιρό συζητιέται η περιθωριοποίηση της ποίησης στη σουηδική κουλτούρα. Αν ξεφυλλίσει κανείς σουηδικές ποιητικές ανθολογίες από τη δεκαετία του ’60 και μετά διατυπώνεται στους προλόγους μια ολοένα αυξανόμενη ανησυχία για το μέλλον της ποίησης. Βέβαια, οι όροι της ποίησης έχουν διέρθει ουσιώδεις αλλαγές, αλλαγές που έλαβαν χώρα σταθερά κατά τη διάρκεια των πενήντα τελευταίων ετών. Η οικονομική ενίσχυση για ποιητικές συλλογές και για λογοτεχνική κριτική έχει μειωθεί. Στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων γράφονται σποραδικά κριτικές ποίησης, ενώ σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το Bonniers litterära magasin, το οποίο κάποτε αποτελούσε κεντρικό σημείο συνάντησης νέων λογοτεχνών, δεν υπάρχουν πια. Εν ολίγοις, η υποδομή που απαιτείται για την ύπαρξή τους έχει περιοριστεί δραστικά. Κι ενώ οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι έχουν περιορίσει τις εκδόσεις ποίησης και ιδιαίτερα των πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών και ποιητριών, άνθισαν οι δράσεις φορέων μικρότερης κλίμακας. Μικροί εκδοτικοί οίκοι, περιοδικές εκδόσεις και ιστολόγια συναντώνται και συνεργάζονται, στο πλαίσιο λογοτεχνικών φεστιβάλ, σε δημόσιες αναγνώσεις και σεμινάρια, ενώ παράλληλα έχει αναπτυχθεί μια έντονη ποιητική ανταλλαγή ανάμεσα σε σκανδιναβούς ποιητές και ποιήτριες. Σε αρκετά μεγάλο βαθμό αυτού του είδους οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα σε διαδικτυακούς τόπους όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και άλλες παρόμοιες ψηφιακές πλατφόρμες, αποτελούν πλέον τα νέα λογοτεχνικά περιβάλλοντα. Τα λογοτεχνικά περιοδικά και οι μικροί εκδοτικοί οίκοι έχουν επιπλέον αναλάβει εδώ και καιρό την πρωτοβουλία να παρουσιάζουν και να μεταφράζουν διεθνή ποίηση και αισθητική θεωρία, κάτι που αρκετοί θεωρούν ότι έχει μεγαλύτερη σημασία για την ανάπτυξη της σουηδικής ποίησης, απ’ όσο η ίδια η εγχώρια παραγωγή ποίησης. Σχολές δημιουργικής γραφής στη Στοκχόλμη, το Γκέτεμποργκ και το Μάλμε αποτελούν πλέον αναπόσπαστο θεσμικό κομμάτι αυτού του δικτύου ποιητών και συμβάλλουν στην εδραίωση της θέσης της ποίησης, καθώς και στη δημιουργία ενός ευρύτερου πλαισίου για τη σκανδιναβική ποίηση. Έτσι, παρ’ όλη την περιθωριοποίησή της, και τη συρρίκνωση του αναγνωστικού κοινού, η σουηδική ποίηση επιβιώνει, χτίζει τον δικό της χώρο και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, διάσπαρτη και διαφοροποιημένη, και για αυτόν τον λόγο όχι και τόσο εύκολα προσβάσιμη.
Σε αυτήν την ανθολογία παρουσιάζονται, σε ελληνική μετάφραση, 14 ποιητικές φωνές, οι οποίες αποτελούν σήμερα ενεργό κομμάτι της σουηδικής ποιητικής σκηνής. Ο κοινός παρανομαστής της πλειοψηφίας των ανθολογουμένων είναι ότι έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του ’90 κι ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα σουηδικά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι/ες ετοιμάζουν το ντεμπούτο τους σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους, κάποιοι/ες άλλοι/ες έχουν ήδη εκδώσει μερικά βιβλία, υπάρχουν όμως και ποιητές και ποιήτριες που εκδίδουν έργα τους αυτόνομα στο διαδίκτυο, σε έντυπα ή ψηφιακά περιοδικά, καθώς και σε μικρότερους εκδοτικούς οίκους.
Στο έργο του Φίλιπ Λίντμπεργκ (γεν. 1990), το οποίο έχει ακαδημαϊκές καταβολές, είναι δυνατό να διαπιστώσει κανείς σαφείς επιρροές εννοιακής και πειραματικής τέχνης, προερχόμενες από το ποιητικό κύμα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα με επίκεντρο το σουηδικό λογοτεχνικό περιοδικό ΟΕΙ. Με ισχυρή επίδραση από τις ιδέες του μεταδομισμού και του κινήματος του γλωσσικού υλισμού, όπως εκφράστηκε από το αμερικανικό περιοδικό L=A=N=G=U=A=G=E, ένα σημαντικό κομμάτι της σουηδικής ποίησης, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, αφορά την αποδόμηση των γλωσσικών, κοινωνικών και λογοτεχνικών νορμών. Η ποιητική μεταφορά στο έργο του Λίντμπεργκ είναι εντελώς απούσα. Στο πνεύμα του κινήματος του κονκρετισμού, μετατρέπει την κάθε σελίδα του βιβλίου σε ένα άγονο τοπίο μοναχικών σημείων, τα οποία μέσα από τη φόρμα του ποιήματος υπόκεινται σε μια σειρά επαναλήψεων και ανεπαίσθητων διαφοροποιήσεων, στις οποίες η εμπειρία της ακινησίας αλλά και ένας παλλόμενος πόνος εγγράφονται τόσο σε γλωσσικό επίπεδο, όσο και σε ηχητικό.
Ενώ όμως είναι δυνατό να ανιχνεύσει κανείς την επίδραση της ποιητικής κληρονομιάς της δεκαετίας του ’10 στον Λίντμπεργκ, φαίνεται πως σε άλλες περιπτώσεις ποιητών και ποιητριών υπερισχύουν τάσεις που παίρνουν αποστάσεις από την ταύτιση της ποίησης με τη θεωρία. Αυτό που συνήθως περιγράφεται ως διεθνής μόδα είναι το είδος της ποίησης που πραγματώνεται άμεσα στη ροή και στον καθημερινό βόμβο των ψηφιακών πλατφόρμων. Το επονομαζόμενο τουίτερ-ποίημα χαρακτηρίζεται από μια φευγαλέα και λιτά διατυπωμένη έκφραση, ένα στιλ χαμηλών τόνων χωρίς συναισθηματισμούς αλλά συχνά με ειρωνική διάθεση και σχέση προς το κείμενο. Ο Έλις Μπουρρώ (γεν. 1992) κατέχει κεντρική θέση στην ποιητική γενιά που, μέσα στο πλαίσιο της σκανδιναβικότητας, όχι μόνο χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα ψηφιακά κανάλια ως μέσα διανομής της ποίησής του, αλλά επιτρέπει ακόμα και τη διαμόρφωσής της από αυτά. Συνεχώς παρών καταλαμβάνει και τον εικονικό αλλά και τον φυσικό χώρο της ποίησης, με μια αμείωτη, μαζική παραγωγή της «κακής» πλευράς από αυτό το λυρικό δίπολο με το οποίο αφενός αναζητά την αισθητική γονιμοποίηση μέσα από εξωτερικευμένα και εσωτερικεύμενα ιδιώματα και αναπάντεχες μετατροπές, αφετέρου αφήνεται μέσα από τις περιπλανήσεις του να ξανοιχτεί προς ένα υπαρξιακό βάθος. Το ποίημα κινείται στον ίδιο ρυθμό, όπως και ο ποιητής, πάντα με αρχικό σημείο αναφοράς τις στιγμές που αποτελούν την ίδια τη ζωή. Ως έναν βαθμό είναι μια υπαρξιακή μορφή ποίησης η οποία είναι ταυτόχρονα κοινωνική και ομιλητική, καθημερινή και περιπαιχτική με τρόπο που θυμίζει τα ποιήματα των μελών της σχολής της Νέας Υόρκης Φρανκ Ο’ Χάρα και Τζων Άσμπερυ.
Έχοντας γράψει μια σειρά βιβλίων, ο Μπουρρώ ανήκει στους καθιερωμένους ποιητές της ανθολογίας. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τον Ρόμπερτ Ρογκβάλλ, ο οποίος πιθανόν συμμετέχει στην παρούσα ανθολόγηση με τα πιο «δύστροπα» ποιήματα. Ακόμα κι αν ένα κομμάτι της ποίησης του Ρογκβάλλ μπορεί να τοποθετηθεί εγγύτερα στον χωροχρόνο του διαδικτύου, με ποιητικές απόπειρες που μοιάζουν με αυτές του Μπουρρώ, βρίσκει κανείς στην ποίησή του κάποια ιδιαίτερα ρομαντικά και μεγαλειώδη στοιχεία. Ποιήματα όπως το “Archers”, «Σημεία ζωής» και «Βαθιά πολιτική ανάλυση» μοιάζουν με σύγχρονα ιπποτικά ποιήματα που λαμβάνουν χώρα σε ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Όπως στον Μπουρρώ και στον Ρογκβάλλ έτσι και στη σουηδοαμερικανή Μάι Ιβφγιάλλ τα ποιήματα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της σύντομης μορφής ενός τουίτερ, όπου μια θεματολογία με ρομαντικά και κοσμικά χαρακτηριστικά ενδύεται με στοιχεία και αναφορές από την καθημερινότητα, τη μόδα και τη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα. Στα ποιήματα της Ίβφγιαλλ, η αστερόσκονη, το φεγγαρόγαλα και τα ροζ λούτρινα κανίς είναι εικόνες στις οποίες μπορεί ο αναγνώστης να ανιχνεύσει αυτό το είδος της ποίησης και της τέχνης που ονομάστηκε γκουρλέσκ (gourleque) και το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε ιδιαίτερη απήχηση ανάμεσα στα μέλη της σχετικά νεότευκτης φεμινιστικής και συγγραφικής κολεκτίβας, αλλά και του εκδοτικού οίκου Dockhaveri. Μέσα στο πλαίσιο αυτό γυναικεία αξεσουάρ και θηλυκά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται πέρα από τα καθιερωμένα όρια, σε τέτοιον βαθμό ώστε να μοιάζουν με γκροτέσκα, ο απώτερος σκοπός των οποίων είναι ο πειραματισμός με τις επικρατούσες νόρμες και η διερεύνηση της δημιουργίας της γυναικείας ταυτότητας. Αυτή είναι και η συνθήκη που διέπει την ποιητική συλλογή Για τα Κβάλια της Χάνα Ριισάγκερ. Η συλλογή, που βασίζεται σε φιλοσοφικές θεωρίες περί αντίληψης, ξεκινά από ένα νοητικό πείραμα κατά το οποίο η επιστήμονας Μαίρη, έχοντας ζήσει όλη της ζωή σε ένα δίχως χρώματα δωμάτιο, βγαίνει για πρώτη φορά έξω στον κόσμο, ο οποίος, με τα χρώματά του σε πλήρη διάσταση, αντιπαραθέτει πάνω στο ίδιο το εγώ την υποκειμενική αντίληψη με την εξωτερική ματιά: η εικόνα της παρθένου, της θεάς, του κοριτσιού, της κούκλας, της μητέρας. Η συλλογή Για τα Κβάλια χαρακτηρίζεται από την αφηγηματικότητα μιας βίαιης θηλυκότητας που χοροπηδά μέσα στην ίδια της την εικόνα και που δείχνει την α/δυνατότητα να είναι μέσα σε αυτήν την εικόνα. Η Αράτσο Αρίφ αγγίζει επίσης το θέμα της γυναικείας ταυτότητας και σεξουαλικότητας, αλλά έχει ως σημείο αναφοράς τη βία προς το γυναικείο σώμα. Τα ποιήματά της νοηματοδοτούνται τόσο από την εγγύτητά τους με τους ήχους της λέξης, όσο και από την ίδια την κατασκευή του ποιήματος. Με απόλυτη ακρίβεια και συγκέντρωση, γεμάτη ατονικότητα και ηχόχρωμα η ποίηση της Αρίφ αφηγείται το αποτέλεσμα της σεξουαλικής βίας στο σώμα και την ψυχή. Η θεματική των ποιημάτων του Ντάνιελ Μορς στρέφεται κι αυτή προς τη βία του σώματος από την οπτική της κουήαρ ποίησης, εγγράφοντας μέσα της τις έννοιες της επιθυμίας και της σεξουαλικότητας με μια γλώσσα που και σε αυτήν την περίπτωση έχει έντονες αναφορές στο γκροτέσκο και το ζωώδες.
Ως το σημείο αυτό, έχουμε αναφερθεί στις νέες τάσεις της σύγχρονης σουηδικής ποίησης. Παράλληλα με αυτές υπάρχουν ποιητικές φωνές που τηρούν μια πιο κλασική και ρομαντική ποιητική στάση. Μέσα από τα ποιήματά τους δουλεύουν την παραδοσιακή γλωσσική εικονοποιία αντλώντας τα υλικά τους από τη φύση μέσα στην οποία το λυρικό υποκείμενο βρίσκεται στο κέντρο, αφήνοντας τον εσωτερικό κόσμο να αντικατοπτρίζεται στον εξωτερικό. Ο Ντάβιντ Τσίμμερμαν χρησιμοποιεί μια ονειρική και μοντερνιστικά χρωματισμένη ποιητική γλώσσα που τη χαρακτηρίζει μια υπόγεια δυστοπική ηχώ. Είναι πιθανόν να διαφαίνεται μια διακριτική κριτική του πολιτισμού, μια ελεγεία πάνω σε έναν κατακερματισμένο κόσμο. Αλλά ακόμα και στην απλή, μα σαφώς προσδιορισμένη, ποιητική γραφή των Έλιν Κβίκλουντ και Φελίσια Στένροθ επανέρχεται μια γλωσσική εικονοποιία που κινείται ανάμεσα στο υψηλόβαθμο, το καθημερινό και το προσωπικό. Ο κοινός παρανομαστής και για τις τρεις αυτές ποιητικές φωνές είναι ο τρόπος που δουλεύουν την επίδραση του φωτός στην ποίηση, πώς το φως δηλαδή χρησιμοποιείται για να υποβάλλει την εμπειρία του πόνου και του πένθους.
Η πλειοψηφία των ποιητών και των ποιητριών σε αυτήν την ανθολογία χρησιμοποιεί τις σελίδες των ποιημάτων με τον συμβατικό τρόπο που ήδη γνωρίζουμε. Παρατηρούμε όμως και ποιητικές παρουσίες που ξεφεύγουν από αυτά τα όρια και έρχονται σε άμεση επαφή με τις πρακτικές της παραστατικής και σκηνικής τέχνης, καθώς και τη χρήση σε αυτές του ήχου και της εικόνας. Ένα τέτοιο τυπικό παράδειγμα ποιητή, που χρησιμοποιεί διαφορετικό μορφότυπο από αυτό του βιβλίου, είναι ο Έμιλ Μπος ο οποίος ήδη από το ντεμπούτο του, το 2011, δηλώνει ότι είναι ποιητής-εργάτης και συγγραφέας πολιτικών κειμένων. Η τελευταία του ποιητική συλλογή Επιτάχυνση (2017) εκτυπώθηκε υπό τη μορφή ενός ρολού ταμειακής μηχανής. Η συμμετοχή του Μπος σε αυτήν την ποιητική ανθολογία είναι ένα απόσπασμα από αυτήν την εννοιακά προσανατολισμένη ποιητική του συλλογή, στην οποία παρατηρεί τον συχνά παράλογο τρόπο με τον οποίο η γλώσσα της βελτιστοποιημένης παραγωγής αντικειμενοποιεί την εργασία και τους ανθρώπους. Δεν γίνεται όμως να μην αναφερθούμε, μέσα σε αυτά τα πλαίσια της σύγχρονης σουηδικής ποιητικής παραγωγής, στον προφορικό λόγο με πολιτικές και ακτιβιστικές καταβολές, καθώς αυτός έχει πλέον μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό απ’ ό,τι η ανάγνωση της ποίησης από ένα βιβλίο. Σε αυτό συμβάλλει παραδειγματικά η ποιητική γλώσσα της Σάρας Σεΐκι, η οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιεί σε όλη της την πληρότητα την προφορική ανάγνωση όπου τόσο η φωνή της ποιήτριας, όσο και η σωματική της παρουσία ενδυναμώνουν τις αλλαγές του ρυθμού του ποιήματος. Ο θυμός για τις αδικίες του κόσμου μετατρέπεται στην ποιητική της Σεΐκι σε μια διάπυρη γλώσσα όπου η ρίμα και ο ρυθμός είναι ουσιαστικά στοιχεία της μορφής. Η Μερίμα Ντιζντάρεβιτς στον ίδιο τόνο της προφορικής γλώσσας, αλλά και με περιπαιχτική διάθεση, περιγράφει το χάσμα των γενεών, την ανθρώπινη νοοτροπία και τη μοναξιά τόσο στις πόλεις, όσο και σε μη αστικά τοπία.
Ένας ποιητής που ξεχωρίζει στην ανθολογία είναι ο Γκάμπριελ Ίτκεζ Σναπ, του οποίου η συμμετοχή είναι ένα απόσπασμα από το παινεμένο του ντεμπούτο Δωδεκαδάχτυλος λόγος (2015). Θα μπορούσε κανείς να τον περιγράψει σαν έναν ποιητή που είναι στην πρωτοπορία εκείνων των ποιητών που τα τελευταία χρόνια γράφουν για την οικογένεια, τη μνήμη, την κληρονομιά και τη βία, συγγενικός συχνά με τον Πάουλ Τσελάν. Ο συχνά εκκλησιαστικός τόνος της ποίησης του Ίτκεζ Σναπ διερευνά την ηχητική διάσταση της ποίησης, όπως το κάνουν στην ποίησή τους η Ανν Γεντερλούντ, η Άννα Χαλμπερ και η Άασε Μπερ.
Είναι δύσκολο στις μέρες μας να χωρίσουμε την ποίηση σε ορθόδοξες σχολές κι ακόμα πιο δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε και να γενικοποιήσουμε τις ποιητικές φωνές που ακούγονται, επειδή ακριβώς η ποιητική σκηνή είναι τόσο μικρή. Στην παρούσα ανθολογία παρουσιάσαμε μια επιλογή από το σουηδικό ποιητικό χωνευτήρι, ξεχωρίζοντας παραδείγματα ποιημάτων με κεντρικό θέμα την οικογένεια και την κληρονομιά, το σώμα και τη σάρκα, τη σεξουαλικότητα και τη βία, τη φεμινιστική γραφή και τη γραφή στο πλαίσιο μιας συλλογικότητας, και τις ψηφιακές μορφές επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή που αυτή η ανθολογία αναδεικνύει θέματα πολιτικής συνείδησης, τολμά να διατηρεί έναν τόνο κωμικότητας και παιχνιδιού. Η μεγάλη αφοσίωση, το ενδιαφέρον, αλλά και η αυτοπεποίθηση ανάμεσα στους νέους ποιητές σήμερα είναι ένα σημάδι ελπίδας, και η συμμετοχή τους σε αυτήν την ανθολογία αποδεικνύει ότι η σουηδική ποιητική σκηνή είναι ζωντανή και πολυδιάστατη.
Χάνα Σιέρνφελντ