Ανθολόγηση-Μετάφραση: Έλενα Παλλαντζά
Πρόλογος: Ντιρκ Ούβε Χάνζεν
**
Σαρλότ Βάρζεν, Λέβιν Βέστερμαν, Μάρεν Κάμες, Άνια Κάμπμαν, Γκέοργκ Λες, Κάτριν Μπαχ, Σόνια φομ Μπρόκε, Λάρα Ρίτερ, Κρίστοφ Γκέοργκ Ρόρμπαχ, Τομπίας Ροτ, Γιαν Σκουντλάρεκ
Find the book here
Η γερμανόφωνη ποίηση διάγει σήμερα, μετά από καιρό, μια περίοδο άνθησης. Το εξαιρετικά ευφρόσυνο αυτό γεγονός μοιάζει συνάμα παράδοξο σε μια εποχή που οι πωλήσεις βιβλίων μειώνονται συνεχώς, οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι αποφεύγουν να εκδώσουν ποίηση, καθώς το είδος δεν παρουσιάζει εμπορικό ενδιαφέρον, και τα βιβλιοπωλεία σπανίως διαθέτουν ποιητικά βιβλία στο στοκ τους. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία κυκλοφορούν ετησίως όλο και περισσότερες σημαντικές ποιητικές συλλογές υψηλής ποιότητας.
Για το φαινόμενο αυτό υπάρχει βέβαια μια εξήγηση ή, για να ακριβολογούμε, δύο. Κατά πρώτον, ως αποτέλεσμα της «ψηφιακής επανάστασης» το όλο εγχείρημα της παραγωγής ενός βιβλίου δεν συνεπάγεται πια ένα ρίσκο με απρόβλεπτη έκβαση όπως παλιά. Η ψηφιακή εκτύπωση επιτρέπει αφενός την έκδοση μικρού αριθμού αντιτύπων και αφετέρου τη διαδικτυακή προώθηση των βιβλίων, παρακάμπτοντας τα κανάλια της φυσικής αγοράς. Έτσι, από το 2002 ως το 2015 έκαναν την εμφάνισή τους πολλοί μικροί εκδοτικοί οίκοι, οι οποίοι μάλιστα εστίασαν αποκλειστικά στην ποίηση, καρπός, συνήθως, της θαρραλέας πρωτοβουλίας μεμονωμένων εκδοτών, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και οι ίδιοι ποιητές: οι kookbooks στο Βερολίνο, οι luxbooks στο Βιζμπάντεν, ο Reinecke und Voß στη Λειψία, η Parasitenpresse στην Κολωνία, η Edition Azur στη Δρέσδη, οι gutleut στη Φρανκφούρτη, ο hochroth κ.ά. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο εκδοτικός οίκος Elif στο Νέτεταλ ή ο Peter Engstler στο Ομπερβαλντμπέρουνγκεν, δεν βρίσκονται καν σε μεγάλες πόλεις. Μια ακόμα καινοτομία της ψηφιακής εποχής που αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ευνοϊκή για το ποιητικό είδος είναι και η εξής: Oι νεοσύστατες ηλεκτρονικές πλατφόρμες (poetenladen, lyrikline, fixpoetry) επιτρέπουν μια πρώτη απρόσκοπτη πρόσβαση στη λογοτεχνική σκηνή, τόσο σε όσους γράφουν ποίηση όσο και στους αναγνώστες της. Ο περιορισμένος αριθμός αντιτύπων, λοιπόν, και η μικρή έκταση των κειμένων, στοιχεία δηλαδή που στο αναλογικό μας παρελθόν θα μπορούσαν να θεωρηθούν μειονέκτημα, καθιστούν τα ποιήματα το πλέον κατάλληλο και δημοφιλές είδος της ψηφιακής εποχής.
Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι κατά τη γνώμη μου το εξής: Η ευκολότερη πρόσβαση στα κείμενα άνοιξε νέες επικοινωνιακές δυνατότητες μεταξύ των ποιητών απ’ όπου κι αν αυτοί προέρχονται. Οι σύγχρονοι ποιητές, μη όντας πια καταχωνιασμένοι στις σοφίτες τους ή στα αποπνικτικά καταγώγια του συναφιού, εισέρχονται επιτέλους στο πεδίο δράσης και συναλλάσσονται στην αγορά της ποιητικής κοινότητας, όπου βεβαίως, όπως σε κάθε αγορά, υπάρχουν τριβές και διαφωνίες μεταξύ των θαμώνων, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει διάδραση και ώσμωση ποιητικών ιδεών και τρόπων –απλουστεύω φυσικά εδώ, και ενδεχομένως εξιδανικεύω λίγο, ανενδοίαστα όμως θα περιέγραφα το σημερινό τοπίο της γερμανόφωνης ποίησης ως ένα πεδίο πειραματισμού, ως μια πολύχρωμη και δυναμική διαδικασία διερεύνησης και δοκιμών προς αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης και νέων προσμείξεων.
Ο πειραματικός χαρακτήρας αυτής της ποίησης επισύρει ενίοτε τη μομφή ότι τα έργα των νέων ποιητών είναι «διανοητικά κατασκευάσματα» (verkopft) και «δεν εμπεριέχουν τον κόσμο» (wenig welthaltig) –θα στοιχημάτιζα πως οι μεμψίμοιρες αυτές γερμανικές λέξεις δεν μπορούν να αποδοθούν μονολεκτικά στα ελληνικά. Η μομφή αυτή καθαυτή, πάντως, παραγνωρίζει την τεράστια σημασία της βασικής έρευνας σε κάθε επιστήμη. Κι αν θέλουμε οπωσδήποτε να μιλήσουμε με παραλληλισμούς, θα ήταν ίσως εύστοχο να παρομοιάσουμε την ποίηση με το ερευνητικό κομμάτι της λογοτεχνίας, αποστολή του οποίου είναι η εύρεση μιας βάσης που πάνω της θα μορφοποιηθούν η νέα γνώση και τα νέα εκφραστικά μέσα. Γι’ αυτό και μια τέτοια κριτική δεν πρέπει να μας πτοεί, ούτε να μετριάζει τη χαρά μας για τις υπερβάσεις που αποπειράται η σύγχρονη γερμανική ποίηση. Γιατί, ναι, τα ποιήματα αυτά βρίθουν από υπερβάσεις, καθώς χειρίζονται εξίσου αυτονόητα τεχνικούς όρους και ξένες λέξεις, προϋπάρχον ή επινοημένο γλωσσικό υλικό, παραδοσιακές αλλά και νέες φόρμες που χειραφετούνται πλέον από τα μεγάλα πρότυπα ενός παρελθόντος ποιητικού κανόνα.
Μια ανθολογία δεν κατορθώνει βεβαίως ποτέ να αναδείξει το πραγματικό εύρος της πολυφωνίας και της δραστηριοποίησης μιας ποιητικής κοινότητας. Ασφαλώς όμως οι νέοι ποιητές που είναι συγκεντρωμένοι στο ανά χείρας βιβλίο μπορούν να προσφέρουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα αυτής της πολυχρωμίας: Η Κάτριν Μπαχ με την ονειρώδη ακρίβεια της ατομικής παρατήρησης και τα αντικειμενοποιημένα συμβάντα των ποιημάτων της, η Μάρεν Κάμες που συρράπτει έναν οικογενειακό κύκλο με εικόνες της φύσης, δοσμένες μέσα από μια παιδική οπτική, ο Κρίστοφ Γκέοργκ Ρόρμπαχ που στις διαδρομές του στις παραμεθόριους της πολωνικής, τσεχικής και γερμανικής ιστορίας πειραματίζεται με το στροφικό σύστημα της ωδής, κινούμενος από την άψογη μίμηση προς την εκούσια αποδόμηση, η Σαρλότ Βάρζεν που υπερβαίνει με την ίδια φυσικότητα τα όρια ποίησης και πρόζας όσο και τα όρια της σελίδας ή του στίχου, ο Γιαν Σκουντλάρεκ που ανιχνεύει με παιγνιώδη τρόπο τους θησαυρούς της σύγχρονης γλώσσας χαρτογραφώντας παράλληλα ένα ευρύ φάσμα πραγματικότητας, ο Λέβιν Βέστερμαν που μέσα στο σύμπαν της ποιητικής μοναξιάς γεμίζει τα κενά με παραδοξολογίες αλλά και με τους ολοζώντανους νεκρούς του από τον Όμηρο μέχρι την Τσβετάγιεβα, ο Γκέοργκ Λες που με τον ιλιγγιώδη λόγο του συμπαρασύρει τους αναγνώστες στα πιο ετερόκλητα πεδία συνειρμών πλάθοντας συγχρόνως αναπάντεχους νεολογισμούς, η Σόνια φομ Μπρόκε με τις σχεδόν υπερρεαλιστικές γειτνιάσεις λέξεων και εικόνων που στροβιλίζονται με κομψότητα στο μεταίχμιο κειμένου, εικόνας και ήχου, ο Τομπίας Ροτ, ο εύθυμος poeta doctus που ξέρει να εγγράφει τα ποιήματά του τόσο στη σημερινή πραγματικότητα όσο και στη λατινική γραμματεία της Αναγέννησης, και, τέλος, η Λάρα Ρίτερ που συσχετίζει γόνιμα τις πιο μύχιες στρώσεις του δέρματος, της μήνιγγας και της κυψελίδας με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Εύχομαι τα ποιήματα να βρουν πολλούς αναγνώστες στην Ελλάδα. Και χαίρομαι ιδιαιτέρως που οι μεταφράσεις της Έλενας Παλλαντζά μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για μια ανταλλαγή μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών ποιητών –γιατί έχουν σίγουρα πολλά να πουν.
Ντιρκ Ούβε Χάνζεν