Ανθολόγηση-Πρόλογος: Σότα Ιατασβίλι
Μετάφραση: Σοφία Σιαμανίδου
*
Ντιάνα Ανφιμιάδη, Γκιόργκι Αράμπουλι, Μπέκα Αχαλάια, Νίνι Ελιασβίλι, Ντάτο Καντσασβίλι, Γκιόργκι Κεκελίτζε, Ζάζα Κόσκατζε, Νίκα Λάσχια, Λία Λικοκέλι, Γκίο Λομίτζε, Αλεξάντρε Λορτκιπάνιτζε, Σάλομε Μπένιτζε, Έρεκλε Ντεϊσάτζε, Παάτα Σαμουγκία, Γκιόργκι Σόνια, Ζούρα Τζισκαρίανι, Τόρνικε Τσέλιτζε, Άλεξ Τσιγκβινάτζε, Γκιόργκι Τσουτλασβίλι.
Find the book here
Το περίγραμμα της νέας ποίησης που ανθεί μέσα από την ποικιλομορφία μιας μικρής χώρας
Σε αυτήν την ανθολογία παρουσιάζονται οι ποιητές κάτω των σαράντα ετών ή, με άλλα λόγια, οι ποιητές του 21ου αιώνα, δηλαδή οι ποιητές που εμφανίστηκαν στη γεωργιανή ποίηση τα τελευταία είκοσι χρόνια. Προκειμένου να τονίσουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς, ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε λίγο πίσω, καθώς η τελευταία σημαντική στροφή στη γεωργιανή ποίηση έλαβε χώρα τη δεκαετία του ‘90.
Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και στην επίτευξη εθνικής ανεξαρτησίας στη Γεωργία αμέσως μετά τις εθνικές συγκρούσεις, στον εμφύλιο πόλεμο του 1991-92, στην απώλεια εδαφών ως αποτέλεσμα της ρωσικής κατοχής (1993: Αμπχαζία, 2008: Σίντα Κάρτλι, η λεγόμενη Νότια Οσετία), καθώς και στη βαθιά κοινωνικοπολιτική κρίση. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι, μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, η νέα ποίηση απέκτησε μια ριζικά διαφορετική μορφή από εκείνη της σοβιετικής εποχής και έφερε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό φορτίο. Ταυτόχρονα, η κατάργηση της λογοκρισίας έφερε στο προσκήνιο θέματα που θεωρούνταν ταμπού, ενώ από άποψη μορφολογικών χαρακτηριστικών στράφηκε το ενδιαφέρον προς την αβανγκάρντ, ήτοι την πρωτοπορία των ποιητών στη γεωργιανή ποίηση στις αρχές του 20ού αιώνα. Όλα αυτά, με έναν περίπλοκο τρόπο, δημιούργησαν το φαινόμενο της δεκαετίας του ‘90, ήτοι ποιητές με ξεχωριστή γραφή, λόγο, πειραματισμό και ταυτόχρονα ποιητές που διακρίνονταν για την υψηλή τεχνική τους: Ντάτο Μπαρμπακάτζε, Ντάβιτ Τσίχλατζε, Άντρο Μπουάτσιτζε, Ζάζα Τβάρατζε, Έλα Γκοτσιασβίλι, Κάρλο Κατσαράβα, Ζουράμπ Ρτβελιασβίλι, Ζβίαντ Ράτιανι, Γκιόργκι Λομπζανίτζε, κ.ά., συμπεριλαμβανομένου του συντάκτη αυτής της ανθολογίας και του συγγραφέα αυτού του προλόγου.
Τους ποιητές αυτούς διαδέχθηκε η γενιά που εκπροσωπείται στην παρούσα ανθολογία. Με άλλα λόγια, επηρεάστηκαν από την αισθητική της δεκαετίας του ‘90, τη μελέτησαν, τη χρησιμοποίησαν, την εκλέπτυναν, την ανέπτυξαν και, όπως ήταν αναμενόμενο, προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν όσο μπορούσαν από αυτήν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη μορφή της λογοτεχνικής συνύπαρξης που αναβίωσαν οι ποιητές της δεκαετίας του ‘90 μετά τις σοβιετικές απαγορεύσεις, δηλαδή ποιητικά παράσημα και λογοτεχνικές ενώσεις. Σε αυτό το βιβλίο θα συναντήσουμε ποιητές από δύο τέτοιες ομάδες: το «Ροζ Λεωφορείο» (Άλεξ Τσιγκβινάτζε, Ζάζα Κόσκατζε, Ντάτο Καντσασβίλι, Αλεξάντρε Λορτκιπάνιτζε) και το «Εργαστήριο» (Παάτα Σαμουγκία, Ζούρα Τζισκαρίανι). Αυτές οι ομάδες έχουν διαλυθεί, αλλά άσκησαν σημαντική επιρροή στην ποιητική ζωή της αναφερόμενης περιόδου.
Γιατί, όμως, το «Ροζ Λεωφορείο»; Η αλήθεια είναι ότι η λεγόμενη «Ροζ Επανάσταση» έλαβε χώρα στη Γεωργία το 2003 και η ομάδα της Τιφλίδας δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο. Η ονομασία της αποτελεί απόρροια και απόηχο της επαναστατικής διάθεσης που ήταν διάχυτη εκείνη την εποχή. Άρπαζαν τα λεωφορεία επικαλούμενοι την ποιητική αλλοτρίωση, πραγματοποιούσαν ποιητικές παραστάσεις στους δρόμους της πόλης, έκλειναν τη λεωφόρο και άνοιγαν τον δρόμο για το «Ροζ Λεωφορείο», διάβαζαν ποιήματα σε λεωφορεία, είχαν ενεργό συμμετοχή σε διαδηλώσεις και παραστάσεις. Ήταν μία δημοφιλής πενταμελής ομάδα. Το πέμπτο μέλος, ο Σότα Ντιγμελασβίλι, δεν μπόρεσε να συμπεριληφθεί σε αυτήν την ανθολογία, γιατί, μετά τη διάλυση της ομάδας, απομακρύνθηκε από τη λογοτεχνία και επέλεξε τον δρόμο της δημοσιογραφίας και της αριστερής πολιτικής. Το 2007 δημοσιεύθηκε η κοινή συλλογή Ροζ Λεωφορείο.
Ο Άλεξ Τσιγκβινάτζε θεωρούνταν ο ιδεολόγος της ομάδας. Είναι ο πιο συναισθηματικός και αυτή η συναισθηματικότητα αναμειγνύεται με μία προκαθορισμένη οργή.
Ο Αλεξάντρε Λορτκιπάνιτζε εμπιστεύεται τον δικό του εσωτερικό ρυθμό, τη δυναμική του λόγου και ακολουθεί τις λέξεις μέχρι να εξαντλήσει το θέμα, έως ότου αδειάσει από ενέργεια…
Ο ελεύθερος στίχος του Ντάτο Καντσασβίλι είναι ο πιο εξελιγμένος, ο πιο επίπεδος, ο πιο εξομαλυμένος. Στην ποίησή του φανερώνεται η δυνατότητα εύρεσης του προσωπικού στίγματος κατά τη μελέτη της δομής του ελεύθερου στίχου, τον οποίο, στη συνέχεια, δεν αφήνει από τα χέρια του.
Ο Ζάζα Κόσκατζε είναι ο πιο παθιασμένος και ο πιο έντονος, ωστόσο η έντασή του είναι μερικές φορές απρεπής και πολύ πιπεράτη. Όπως ανέφερε ο Αμερικανός ποιητής Ράιαν βαν Γουίνκλ στον πρόλογο του βιβλίου του, «είναι κερατάς σαν τον Μπουκόφσκι, είναι ρομαντικός σαν τον Κόεν και ακανθώδης σαν τον Νικ Κέιβ».
Το πενταμελές «Εργαστήριο» υπήρξε μία διαφορετική ομάδα. Δεν αποτελούσε μια καθαρή ποιητική ένωση, αλλά μια πολυπολιτισμική ομάδα. Γι’ αυτό και στο τέλος ο Μίσα Μπαχσολίανι έγινε ένας από τους πλέον ριζοσπαστικούς πεζογράφους της γενιάς του, ο Ζούρα Τζισκαρίανι μουσικός –αρχικά με το ηλεκτροπόπ συγκρότημα «Kung Fu Junkie» και στη συνέχεια με το χιπ χοπ ντουέτο «Kayakata»–, ενώ ο Παάτα Σαμουγκία έγινε ποιητής.
Ο Ζούρα Τζισκαρίανι περιλαμβάνεται σε αυτήν την ανθολογία, λόγω του γεγονότος ότι, παρά τη δημοτικότητά του ως μουσικός, εξακολουθεί να είναι ένας διακεκριμένος συγγραφέας της γενιάς του με τα ποιήματα, τα διηγήματα, και τα μπλογκ του, αλλά και με το μυθιστόρημά του Μασημένες χαραυγές: Χωρίς ζάχαρη. Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι η νέα γλώσσα είναι πιο αισθητή στα κείμενά του. Είναι η γλώσσα των κυβερνοπάνκ των διαλογο-ρομπότ, των αλγορίθμων, που καταφέρνει να χρησιμοποιήσει και να αναπτύξει σε όλα τα παραπάνω είδη. Ταυτόχρονα, είναι πρόσφυγας από την Αμπχαζία και γι’ αυτό στα κείμενά του πάντα αναδεικνύεται η ζωή των γκέτο, η μελαγχολία και ο πόνος των ανθρώπων που είναι καταπιεσμένοι, φτωχοί και έχουν μια δύσκολη μοίρα.
Όσο για τον Παάτα Σαμουγκία, ο οποίος είναι επίσης πρόσφυγας από την Αμπχαζία, ξεχώρισε από την αρχή για την ειρωνεία και τον σαρκασμό του. Τα ποιήματά του αποτελούν μια μελέτη και μια αποκάλυψη των κοινωνικοπολιτικών αδικιών και διαστροφών. Διακρίθηκε γιατί δεν τα έλεγε όλα αυτά μόνο μέσα από τα ποιήματά του, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τα προβλήματα και με κάθε άλλο δυνατό τρόπο –μέσα μαζικής ενημέρωσης, συγκεντρώσεις. Ως αποτέλεσμα, επί του παρόντος διατελεί πρόεδρος του Γεωργιανού Κέντρου «Pencenter», ενώ για την ποιότητα που τον διακρίνει ως ποιητή μιλάει από μόνο του το γεγονός ότι αποτελεί τον μοναδικό συγγραφέα που στον τομέα της ποίησης ήταν υποψήφιος και του απονεμήθηκε δύο φορές το πιο διάσημο βραβείο στη Γεωργία, το «Σάμπα». Η ποίησή του αποτελεί ένα ισχυρό κοινωνικό μήνυμα, ένα σύνθημα και ένα μότο. Πρόκειται για ένα φίνο δείγμα εργασίας με διακειμενικότητα, για έναν πολύ παράξενο καρπό που γεννήθηκε από την ένωση της ποιητικής και της μαθηματικής λογικής. Χειρίζεται παλαιωμένες λυρικές λεπτομέρειες για να δημιουργήσει ένα νέο λυρικό προηγούμενο. Μία ρεπλίκα, μία αφήγηση αξιών στην τραγικοκωμική σκηνή του πολέμου….
Εάν συνεχίσουμε να απαριθμούμε τις πιο ριζοσπαστικές μορφές της καλλιτεχνικής σκηνής της Γεωργίας, θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τον Έρεκλε Ντεϊσάτζε, ο οποίος, όπως και ο Ζούρα Τζισκαρίανι, είναι περισσότερο γνωστός ως μουσικός, παρόλο που η ποίηση και η πεζογραφία δεν έπαιξαν μικρότερο ρόλο στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Έγινε διάσημος για το σκανδαλώδες διήγημά του, Η μυστική μαλακία, και μόνο μετά από αυτό έγινε μουσικός, με το σκανδαλώδες τραγούδι «Ό,τι θέλουν οι πατεράδες». Τα ποιήματά του, όπως και αυτά του Παάτα Σαμουγκία, χαρακτηρίζονται από κοινωνική οξύτητα, αν και διαφέρουν ριζικά ως προς τη μορφή τους. Σε αντίθεση με τον Σαμουγκία, που ακολουθεί ελεύθερο στίχο, χρησιμοποιεί κυρίως τη μορφή του λογοπαίγνιου, το οποίο στην πραγματικότητα δεν δύναται να αποδοθεί στη μετάφραση, και έτσι επιλέχθηκε ο «ακίνδυνος» κύκλος του χαϊκού για να τον αντιπροσωπεύσει σε αυτήν την ανθολογία. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω ότι ο Έρεκλε Ντεϊσάτζε κατάγεται από το Κουτάισι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γεωργίας, η οποία βρίσκεται στην περιοχή Ιμερέτι. Μπορούμε να πούμε ότι το Κουτάισι αποτελεί ένα εναλλακτικό πολιτιστικό κέντρο της Γεωργίας και εξακολουθεί να έχει αυτήν τη λειτουργία ακόμη και σήμερα. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ού αιώνα, η γεωργιανή πρωτοπορία –οι συμβολιστές των «Μπλε Κεράτων»– προήλθε από το Kουτάισι. Εδώ μαζί τους μεγάλωσε και ο διάσημος Ρώσος ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.
Ο Γκιόργκι Κεκελίτζε είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους ποιητές της γενιάς του, αλλά, σε αντίθεση με τους ριζοσπαστικούς Τζισκαρίανι, Σαμουγκία και Ντεϊσάτζε, το μυστικό της επιτυχίας του έγκειται στην ισορροπία και τον ρεαλισμό του. Σε ηλικία 28 ετών έγινε γενικός διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Κοινοβουλίου της Γεωργίας και, παρόλο που σύντομα άλλαξε το καθεστώς, εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση του με αξιοπρέπεια. Ως εκ τούτου, τα βιβλία του έγιναν γρήγορα δημοφιλή, ειδικά Τα ημερολόγια της Γκούρια που δημοσιεύθηκαν σε τρία μέρη –αποτελούν μια περιγραφή της περιοχής από την οποία κατάγεται, της Γκούρια, με το ιδιαίτερο χιούμορ που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιοχής αυτής. Ωστόσο, όλη η δράση του ξεκίνησε με την ποίηση, και ο Γκιόργκι δεν έχει ακόμη σταματήσει να γράφει και να πειραματίζεται με τα ποιήματα. Έτσι, η τελευταία του συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη: 1) Βιβλικές παρανοήσεις και λαογραφικές αναζητήσεις· 2) Παροχή διαφορετικών μορφών ιδιωμάτων και παροιμιών· 3) SMS-ποίηση, μικροσκοπικά μοτίβα μεταφορικής σκέψης.
Η ανθολογία ξεκινά με ποιήματα μιας συγγραφέως ελληνικής καταγωγής. Αυτό αφενός είναι συμβολικό και αφετέρου έγινε εντελώς τυχαία: Λόγω αλφαβητικής κατάταξης, το όνομά της βρέθηκε στην κορυφή. Η Ντιάνα Ανφιμιάδη είναι γλωσσολόγος στο επάγγελμα και αυτό είναι εμφανές στα ποιήματά της, τα οποία διακρίνονται πάντα για τη γλωσσική έρευνα και τα φωνητικά παιχνίδια. Το θέμα των ποιημάτων της είναι η γλώσσα, η φύση και το πεπρωμένο της, η σχέση μεταξύ ανθρώπου και γλώσσας. Αυτή η τάση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην τελευταία της συλλογή, Η κοπή της σκιάς. Το άλλο σημείο που πρέπει να τονισθεί είναι η συνεχής λαχτάρα της για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Διαθέτει μια ολόκληρη σειρά από δικές της ερμηνείες των μύθων. Ακόμη και μια περιληπτική λίστα με τους τίτλους των ποιημάτων της αποτελεί επαρκή απόδειξη: «Νέα Οδύσσεια», «Αντιγόνη», «Αριάδνη», «Γανυμήδης», «Κλυταιμήστρα», «Μήδεια», «Άλλη Μήδεια», «Μέδουσα-Γοργόνα», κ.ά.
Αν μιλήσουμε για γυναίκες ποιήτριες, πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πολύ λιγότερες από τους άντρες σε αυτήν τη συλλογή. Αλλά, αν μια παρόμοια συλλογή είχε δημιουργηθεί πριν από δύο με τρία χρόνια, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ότι οι εξαιρετικές γυναίκες ποιήτριες της νέας χιλιετίας, οι οποίες αποτελούν εξέχουσες προσωπικότητες της σύγχρονης γεωργιανής ποίησης, μόλις ξεπέρασαν τα σαράντα έτη: Λέλα Σαμνιασβίλι, Έκα Κεβανισβίλι, Τέα Τοπουρία, Κάτο Τσαβαχισβίλι, κ.ά. Τι να κάνουμε, συμβαίνουν μερικές φορές και τέτοια περίεργα πράγματα, ειδικά στην ποίηση.
Η Λία Λικοκέλι αποτελεί την πιο πολύχρωμη φιγούρα ανάμεσα στις γυναίκες ποιήτριες της ανθολογίας. Κατάγεται από την ορεινή περιοχή της Γεωργίας, το Χεβσουρέτι, που αποτελεί ιδιαίτερη ποιητική γωνιά της Γεωργίας και φημίζεται για τους βάρδους της. Το Χεβσουρέτι έχει τη δική του διάλεκτο, τις δικές του λεκτικές μορφές, είναι γνωστό για την ποιητική του πένθους –μοιρολόγια με θρηνητικό ηχόχρωμα. Όλα αυτά έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ποίησης της Λικοκέλι. Ο κόσμος των παραμυθιών, των μύθων, των παροιμιών και της λαογραφίας είναι πολύ σημαντικός στην ποίησή της. Συνήθως τα μακρά ποιήματά της είναι αφηγηματικά και οι ιστορίες που διηγούνται συχνά συνδέονται με αυτόν τον κόσμο. Σε αυτό το περιβάλλον, η ευαισθησία των φύλων, που έχει ήδη η ποιήτρια, καθίσταται ακόμη εντονότερη.
Ο Γκιόργκι Αρἀμπουλι είναι επίσης από το Χεβσουρέτι. Και, όπως η Λικοκέλι, δέχθηκε μεγάλη επιρροή από τη γενέτειρά του. Η τελευταία του συλλογή ονομάζεται Γκβρίνι. Είναι η χαρακτηριστική μορφή ενός στίχου-τραγουδιού που εκτελείται κατά τη διάρκεια του θερισμού και μάλιστα χρησιμοποιείται σε πολλά είδη στίχων. Σε αυτήν τη συλλογή, ο Αράμπουλι παρουσιάζει έναν κύκλο διαφορετικών θλίψεων –θλίψη για τη ζωή, θλίψη για τον θάνατο, θλίψη για τη συμπεριφορά, θλίψη για το γήρας, θλίψη των ποιητών, κλπ. Αυτά τα ποιήματα τελετουργούνται, διαποτίζονται με την απολογία του θανάτου –αυτό υπαγορεύει στον ποιητή η λαϊκή παράδοση και με έναν ιδιαίτερο τρόπο καταφέρνει να βρει τη δημοφιλή γλώσσα της λαϊκής ποίησης του Χεβσουρέτι και να την εκλεπτύνει.
Μέχρι στιγμής, έχουμε αναδείξει αρκετές περιοχές της Γεωργίας από τις οποίες προέρχονται νέοι γεωργιανοί ποιητές. Αυτές είναι η Αμπχαζία (Τζισκαρίανι, Σαμουγκία), Ιμερέτι (Ντεϊσάτζε), Γκούρια (Κεκελίτζε) και Χεβσουρέτι (Λικοκέλι, Αράμπουλι). Τώρα πρέπει να αναφερθούμε σε μια άλλη γωνιά της δυτικής Γεωργίας, το Σαμεγκρέλο. Αυτή η περιοχή είναι γνωστή όχι για την ύπαρξη μίας διαλέκτου, αλλά μίας διαφορετικής γλώσσας. Σε γενικές γραμμές, εκτός από την ποικιλομορφία των διαλέκτων, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι, σε αυτήν τη μικρή χώρα, εκτός από τα γεωργιανά, υπάρχουν τρεις άλλες γλώσσες που έχουν ως βάση την Καρτβελιανή γλώσσα: η Μινγκρελιανή γλώσσα, η γλώσσα Σβαν και η Λαζική γλώσσα. Αυτή η ποικιλομορφία καθορίζει επίσης την ποικιλομορφία των χαρακτήρων, η οποία αντικατοπτρίζεται και στην ποίηση. Στην ανθολογία συμπεριλήφθηκαν τρεις ποιητές από την περιοχή αυτή: Μπέκα Αχαλάια, Γκιόργκι Σόνια και Νίκα Λάσχια.
Ο εγγενής τόπος είναι πιο αισθητός στα γραπτά του Μπέκα Αχαλάια. Εισάγει με τόλμη στοιχεία της ύπαρξης ή της γλώσσας του τόπου του. Στα κείμενά του χρησιμοποιεί τόσο τον ελεύθερο στίχο όσο και διάφορες συμβατικές μορφές με ισάξια επιτυχία, ενώ μπορεί να ειπωθεί ότι, από την άποψη της ποιητικής μορφής, αποτελεί έναν από τους πιο ψαγμένους ποιητές της γενιάς του.
Ο Νίκα Λάσχια είναι ένας μινιμαλιστής ποιητής. Σχεδόν πάντα καταφέρνει να εκφραστεί λακωνικά, να περιοριστεί σε μικρές μορφές. Λατρεύει να γράφει χαϊκού.
Η ποίηση του Γκιόργκι Σόνια αποτελεί συνέχεια της ποίησης της δεκαετίας του ‘90, καθώς και της ποίησης του Παάτα Σαμουγκία, που χαρακτηρίζεται από κοινωνικοπολιτική ένταση. Ξεχωρίζει επίσης από το γεγονός ότι, μετά τις χαρακτηριστικές ποιητικές μυθοποιήσεις της δεκαετίας του ‘90, η ποιητική μυθοποίησή του αποδείχθηκε η πιο πρωτότυπη και η πλέον επιτυχημένη. Έγραφε ποιήματα με το όνομα του Αμερικανού ποιητή Hans Promwell, στη συνέχεια δημοσίευσε «μαζί του» τη συλλογή Μύθευμα και μόνο τότε «άνοιξε την υπόθεση».
Η Σάλομε Μπένιτζε είναι από το Kουτάισι, όπως και ο Έρεκλε Ντεϊσάτζε. Τα ποιήματά της είναι συχνά προβολές συγκεκριμένων εντυπώσεων, ταξιδιών, αναμνήσεων. Η συλλογή Καρτέλα αναφοράς συγκεντρώνει φωτο-ιστορίες, φωτο-πορτρέτα, φωτο-διαθέσεις, φωτο-αναμνήσεις, φωτο-αποκαλύψεις φωτο-ονόματα, φωτο-πόλεις και φωτο-
άτομα. Η Μπένιτζε είναι επίσης συγγραφέας του μυθιστορήματος Πόλη στο νερό, ενώ εργάζεται εκτεταμένα ως μεταφράστρια πεζογραφίας.
Πέρα από την πρωτεύουσα Τιφλίδα, η «καρδιά της Γεωργίας» είναι το Κάρτλι και θα ήταν αδύνατον να μην παρουσιάσουμε ποιητές από την περιοχή αυτή. Τα ποιήματα του Γκίο Λομίτζε είναι σαν ένα ρεύμα συνείδησης, γεμάτο εντυπωσιακά πρόσωπα και μεταφορές, συχνά αρκετά ασαφείς.
Η Νίνι Ελιασβίλι είναι η νεότερη της νέας γενιάς ποιητών και ξεχωρίζει λόγω του ότι η μορφή του κειμένου της είναι κατά κύριο λόγο συμβατική, σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές που παρουσιάζονται εδώ, οι οποίοι χρησιμοποιούν κυρίως τον ελεύθερο στίχο.
Ο Γκιόργκι Τσουτλασβίλι ακολουθεί τον ελεύθερο στίχο, του αρέσει να καθαρίζει τις ποιητικές φράσεις από όλα τα περιττά και να χτίζει τη δομή του ποιήματος με σύντομες ποιητικές φράσεις. Του αρέσουν επίσης τα ακριβή σχέδια, αλλά σε τέτοια σχήματα τοποθετεί το μέγιστο συναισθηματικό φορτίο.
Όσο για τα ποιήματα του Τόρνικε Τσέλιτζε, με τα δικά του λόγια, είναι «σαν να βγαίνεις από πρωινό όνειρο… όπου κάτι σου έχει μείνει: το άρωμα, η λέξη ή τα πλάνα».
Αυτοί είναι οι συγγραφείς της ανθολογίας σε μια σύντομη περιγραφή. Ελπίζω ότι, μέσα από τα χαρακτηριστικά τους, μπόρεσα να τονίσω τις τάσεις της σύγχρονης γεωργιανής ποίησης. Και να έχω με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: να σας δείξω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την τοπική ποικιλομορφία που διαθέτει αυτή η μικρή χώρα από την αρχαιότητα και που αποτελεί έναν από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες της δημιουργικής της δυνατότητας.
Σότα Ιατασβίλι