Aνθολόγηση – Πρόλογος: Ευριπίδης Γαραντούδης, Σοφία Κολοτούρου
*
Ένο Αγκόλλι, Παναγιώτης Αρβανίτης, Νίκος Βιολάρης, Χάρης Γαρουνιάτης, Άννα Γρίβα, Γιάννης Δούκας, Νικόλας Ευαντινός, Βάγια Κάλφα, Γιάννης Καρπούζης, Γιώργος Κατραούρας, Αλέξανδρος Κορδάς, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Ανέστης Μελιδώνης, Αλέξανδρος Μηλιάς, Άκης Παραφέλας, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρήστος Σιορίκης, Δανάη Σιώζιου, Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Ελένη Τζατζιμάκη, Θωμάς Τσαλαπάτης, Μαρία Φίλη, Νίκος Φιλντίσης, Χάρης Ψαρράς
Find the book here
Νέοι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες στις αρχές του 21ου αιώνα
Ενταγμένη στην εκδοτική σειρά «Ανθολογίες νέων ποιητών» των ευρωπαϊκών γλωσσών ή χωρών, η παρούσα ανθολογία, με την οποία κλείνει ο κύκλος της εν λόγω σειράς που ξεκίνησε το 2018, εναρμονίστηκε με τις γενικές προδιαγραφές του όλου εκδοτικού προγράμματος σε ό,τι αφορά την έκταση της εισαγωγής και του βιβλίου, συνεπώς τον συνολικό αριθμό των ποιητών και των ποιητριών, όπως και τα κριτήρια με τα οποία έγινε η επιλογή τους. Εκτός από το αυτονόητο κριτήριο της αισθητικής ποιότητας του έργου των ποιητών και ειδικότερα των επιλεγμένων ποιημάτων τους, τα κριτήρια αυτά, που δίνουν και το στίγμα της ανθολογίας, είναι τα εξής: έχουν περιληφθεί ποιητές και ποιήτριες που γράφουν στην ελληνική γλώσσα, ήταν μέχρι 40 ετών το 2021 (συνεπώς έχουν γεννηθεί από το 1981 και εξής) και έχουν εκδώσει ένα τουλάχιστον ποιητικό βιβλίο. Συγκεκριμένα, έχουν περιληφθεί 18 ποιητές και 6 ποιήτριες. Τα «Βιογραφικά σημειώματα» στο τέλος του βιβλίου, κατά βάση συνταγμένα από τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες, χορηγούν τις σχετικές με τα παραπάνω κριτήρια πληροφορίες και μερικές ακόμα, όπως για τις σπουδές τους, τον τόπο διαμονής τους, άλλα ενδιαφέροντά τους, το επάγγελμα που ασκούν. Δεν έχουν περιληφθεί ποιητές και ποιήτριες κυπριακής καταγωγής, που επίσης γράφουν στην ελληνική γλώσσα, καθώς αυτοί και αυτές έχουν ενταχθεί στην Ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών (2018) που, στο πλαίσιο της σειράς, επιμελήθηκε ο Λευτέρης Παπαλεοντίου, ανθολογώντας συνολικά 21 – τα ποιήματα των τεσσάρων τουρκοκυπρίων παρατίθενται μόνο στη μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα μορφή τους. Για λόγους αρχής, και με τη σύμφωνη γνώμη του εκδοτικού οίκου, αποφασίσαμε να μην συμπεριλάβουμε στην ανθολογία αξιόλογους ποιητές ή ποιήτριες που πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια και έχουν εκδώσει τα βιβλία τους από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το ιστορικογραμματολογικό πλαίσιο και ο γενικός προσδιορισμός των νέων Ελλήνων ποιητών και ποιητριών
Το 1981 ως αφετηρία των ετών γέννησης των ανθολογημένων ποιητών και ποιητριών αποτελεί μία συμβατική χρονολογία – η αφετηρία αυτή θα μπορούσε να μετατεθεί λίγα χρόνια πριν ή λίγα χρόνια μετά· επιλέχθηκε προκειμένου έτσι να προσδιοριστεί γενικά η περίοδος της ποιητικής νεότητας με καταληκτικό όριό της τα 40 έτη, ως ορόσημο μετάβασης -σχηματικά πάλι- προς την ωριμότητα. Συνάμα το 1981, έτος ανάληψης της πολιτικής εξουσίας από το ΠA.ΣO.K.(Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα) και σχηματισμού κυβέρνησης από ένα, κατ’ όνομα τουλάχιστον, σοσιαλιστικό κόμμα, είναι γνωστό ότι θεωρείται ενδιάμεση τομή στην εξέλιξη της μεταπολιτευτικής περιόδου που ξεκίνησε το 1974. Αναμφίβολα έτος σταθμό, όχι μόνο για τα ελληνικά πράγματα αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα, συνιστά το 1989, όταν η πτώση του τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε την αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου – δύο χρόνια αργότερα, το 1991, διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση. Η μεταπολίτευση έχει οριστεί, κατά κοινή πλέον παραδοχή, ως περίοδος της γενικής ιστορίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις εντόπιες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις και τον αντίκτυπο στην Ελλάδα σημαντικών διεθνών γεγονότων. Το ζήτημα αν τα χρόνια της μεταπολίτευσης μπορούν να θεωρηθούν επίσης μία αυτόνομη περίοδος και για τα ελληνικά γράμματα, ένας ενιαίος ιστορικογραμματολογικός ορίζοντας με διακριτά χαρακτηριστικά, έχει ήδη τεθεί στο περιβάλλον της λογοτεχνικής και της φιλολογικής κριτικής. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα αν το έργο των νέων ελλήνων ποιητών και ποιητριών, σχηματικά όσων γεννήθηκαν από το 1981 και εξής και εξέδωσαν τα πρώτα βιβλία τους προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας και στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, εντάσσεται στην, μακρά πλέον, περίοδο της μεταπολίτευσης.
Προκειμένου το ερώτημα αυτό να σχολιαστεί – και όχι για να δοθεί μία απάντηση, είναι σκόπιμο να γίνει μία σύντομη αναδρομή στο πώς και στο γιατί η ελληνική ποίηση των μεταπολιτευτικών χρόνων κατανεμήθηκε σε γραμματολογικά σχήματα. Όπως είναι γνωστό, για τους νέους ποιητές των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης επικράτησε η τάση του χωρισμού τους σε ποιητικές γενιές. Αυτό ήταν συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό, της καθιέρωσης του χωρισμού της μεταπολεμικής ποίησης σε γενιές από τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Το 1979 ο συγκεκριμένος κριτικός και ιστορικός λογοτεχνίας παγίωσε σε γραμματολογικό σχήμα τη διάχυτη αντίληψη για τη σχέση της τότε ποίησης με το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της, αντίληψη η οποία υποβαλλόταν τόσο από κριτικά όσο και από ποιητικά κείμενα, σύμφωνα με τα οποία η πολιτικοκοινωνική μοίρα της βιολογικής γενιάς των μεταπολεμικών ανθρώπων ήταν άρρηκτα δεμένη με την παρουσία και λειτουργία της ποιητικής γενιάς τους. Έτσι λοιπόν, είχε ανοιχτεί η κριτική οδός ώστε οι επόμενες γενιές, αυτές που εμφανίστηκαν στη μεταπολίτευση, να προσδιοριστούν με ανάλογα κριτήρια προς εκείνα με τα οποία προσδιορίστηκαν οι προηγούμενες.
Αυτό και έγινε. Οι ποιητές που γεννήθηκαν τα έτη 1940-1955 και εξέδωσαν το πρώτο βιβλίο τους τα χρόνια 1967-1974 ονομάστηκαν «γενιά του 1970», ενώ για τους ίδιους προτάθηκε και ίσχυσε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 ο όρος «γενιά της αμφισβήτησης», καθώς το έργο τους συνδέθηκε και αντιστοιχήθηκε με ένα κυρίαρχο γνώρισμα του τότε πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτός ο δεύτερος, κοινωνιολογικής στόχευσης όρος, έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων (προτάθηκε, μεταξύ άλλων, προς αντικατάστασή του ο όρος «άρνηση») και έπαψε να χρησιμοποιείται ύστερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προφανώς επειδή εξέλιπε η ποιητική παραγωγή που μέχρι τότε τον στήριζε. Αντιθέτως, η «γενιά του 1970», όρος χρονικού προσδιορισμού, χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας σε κριτικά και φιλολογικά κείμενα, ακόμα και σε εκδοτικές σειρές, σε τέτοιο βαθμό ώστε μπορούμε πλέον να τον θεωρήσουμε καθιερωμένο.
Για τους ποιητές που εμφανίστηκαν νέοι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 προτάθηκε και σποραδικά χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ο όρος «γενιά του 1980». Ο ληξιαρχικός κύκλος της «γενιάς του 1980» περιέλαβε τους ποιητές που γεννήθηκαν από το 1956 έως το 1967, ενώ το κύριο σώμα των ποιητικών βιβλίων τους εκδόθηκε στα έτη 1983-1986. Συμπληρωματικά ή εναλλακτικά προς τον όρο «γενιά του 1980» λειτούργησε ο όρος «γενιά του ιδιωτικού οράματος», με το σκεπτικό ότι η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε τόσο στον διεθνή δυτικό περίγυρο όσο και στον ελληνικό χώρο από την αποπολιτικοποίηση και την ιδεολογική σύγχυση της κοινωνίας, την έκπτωση των κοινωνικών οραμάτων στα οποία παλαιότερα στρατεύτηκε ενεργά μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, την εξατομίκευση στη θεώρηση των κοινωνικών ζητημάτων, την έξαρση του υποκειμενισμού.
Με την πρόταση, την υποστήριξη, τη μακρόχρονη χρήση ή και την καθιέρωση των όρων «γενιά του 1970» και «γενιά του 1980» ολοκληρώθηκε η κατάτμηση της μεταπολεμικής και μεγάλου μέρους της μεταπολιτευτικής ποίησης σε γενιές που ακολουθούν η μία την άλλη σχεδόν ανά δεκαετία (γενιά του 1940, του1950 και 1960, του 1970 και του 1980). Έτσι πραγματοποιήθηκε ό,τι είχε επισημάνει ως κίνδυνο το 1983 ο ιστορικός λογοτεχνίας K.Θ. Δημαράς: οι λογοτεχνικές γενιές ταυτίστηκαν με τις βιολογικές κι έτσι ο όρος γενιά έχασε κάθε ουσιαστική σημασία. Aναλυτικότερα, επαληθεύτηκαν οι αρνητικές συνέπειες που, σύμφωνα με τον Robert Escarpit, κυοφορούνται από την αλόγιστη χρήση του όρου: α) εφαρμόστηκαν οι γενιές με κυκλικότητα σε κανονικά διαστήματα (εν προκειμένω, ανά δεκαετία), β) ταυτίστηκαν οι λογοτεχνικές με τις βιολογικές γενιές και γ) εφαρμόστηκε ως κριτήριο γενεαλόγησης το έτος γέννησης. Εξάλλου, η ανά δεκαετία γενεαλόγηση σημαίνει ότι ακυρώθηκε το κριτήριο της χρονολογίας-τομής στις λογοτεχνικές εξελίξεις. Aν, δηλαδή, οι παλαιότεροι όροι «γενιά του 1880» και «γενιά του 1930» δηλώνουν, έστω και ασαφώς, ότι γύρω στο 1880 και στη δεκαετία του 1930 σημειώθηκε μια γενικότερη αλλαγή στην αντίληψη για το τί είναι και πώς γράφεται η ελληνική λογοτεχνία, οι όροι «γενιά του 1970» και «γενιά του 1980» δεν δηλώνουν ούτε προσδιορίζουν κάτι ανάλογο. Γενικά οι ποιητικές γενιές, ακόμα κι όταν επιλέγονται ως χρηστικοί όροι κατάταξης των ποιητών, πρέπει να γίνονταιαντιληπτές ως πολύ ελαστικά σχήματα, ώστε να μην παραποιούνται ουσιαστικότερα κριτήρια ταξινόμησης και αποτίμησης σε ευρεία κλίμακα της ποιητικής παραγωγής μιας εποχής.
Μετά τους ποιητές της λεγόμενης «γενιάς του 1980», με τους ηλικιακά νεότερούς τους ποιητές, αυτούς που εμφανίστηκαν νέοι στο διάστημα από τη δεκαετία του 1990 και εξής, δεν συγκροτήθηκε μια ακόμα νεότερη ποιητική γενιά, καθώς ούτε μία ομάδα νέων ποιητών κατέβαλε συντονισμένη προσπάθεια για την προβολή και ανάδειξή της ως γενιάς ούτε από την κριτική προτάθηκε συστηματικά αντίστοιχος όρος, με την εξαίρεση μίας ανθολογίας το 2002 και κάποιων σποραδικών άρθρων όπου έγινε λόγος για ποιητική «γενιά του 1990». Εξίσου σποραδικές ήταν, παραμένουν μεμονωμένες, υποστηριζόμενες από συγκεκριμένα μόνο πρόσωπα, και εν γένει είναι μη αποδεκτές οι εμφανίσεις του όρου «γενιά του 2000».
Σε σχέση, λοιπόν, με την προγενέστερη κατάτμηση του έργου των ποιητών της μεταπολίτευσης σε γενιές και την, σε μεγάλο βαθμό, καθιέρωση αυτής της κατάτμησης, οι νέοι έλληνες ποιητές και ποιήτριες αυτής της ανθολογίας δεν υπάρχει συμφωνία ότι συγκροτούν ποιητική γενιά, ενώ οι ίδιοι στη μεγάλη πλειονότητά τους δεν δέχονται έναν τέτοιο συλλογικό προσδιορισμό. Συνάμα, η γραμματολογική ένταξή τους στην περίοδο της μεταπολίτευσης εκκρεμεί να γίνει, όταν και αν ανιχνευθούν κοινά ή συγγενικά με την ποίηση αυτής της εποχής ουσιώδη γνωρίσματα του έργου τους. Ενδιαφέρουσες γενικές επισκοπήσεις της μεταπολιτευτικής ποίησης, σε όλο το ηλικιακό φάσμα των δημιουργών της, έγιναν, κυρίως στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν τη βάση του σχετικού προβληματισμού.
Με δεδομένο ότι οι νέοι ποιητές και ποιήτριες εμφανίστηκαν στον χώρο της ποίησης προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 και συνέχισαν να γράφουν ποίηση κατόπιν, τίθεται το ερώτημα αν και κατά πόσο το έργο τους προσδιορίστηκε από την κρίση, νοούμενη ως το σύνολο των διάφορων και αλληλοεξαρτώμενων όψεών της (οικονομική στενότητα ή και εξαθλίωση στρωμάτων του πληθυσμού, ριζική αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, κοινωνική αναταραχή και ανασφάλεια, αλλαγή ή ανατροπή αξιών, ανυποληψία των θεσμών ή και θεσμική κατάρρευση, εξαναγκασμός πολλών νέων, ιδίως επιστημόνων, σε φυγή στο εξωτερικό κ.α.). Θεωρώντας γενικότερα την εντόπια ποιητική παραγωγή, διαπιστώνουμε ότι ενώ μέχρι το 2011 η οικονομική και κοινωνική κρίση μάλλον θεματοποιήθηκε ελάχιστα στην ελληνική ποίηση, στη συνέχεια και μέχρι σήμερα τα ποιήματα που άμεσα ή υπαινικτικά, με κρυπτικά αφαιρετικό ή ρητά αναφορικό τρόπο, θεματοποίησαν πολλές και ποικίλες όψεις της κρίσης πύκνωναν ολοένα και περισσότερο, γραμμένα και από ηλικιακά νέους ποιητές και ποιήτριες. Από την άποψη αυτή και λαμβάνοντας υπόψη ότι για τους νέους ανθρώπους οι επιπτώσεις της κρίσης ήταν εντονότερες, στη γραμμένη από νέους ποίηση της τελευταίας δεκαετίας μπορούμε να διακρίνουμε τόσο κατά το ποσόν όσο και κατά το ποιόν του έργου τους τη στοχαστική ενάσκηση πάνω στο πώς ο ποιητικός λόγος αναμετριέται με το φλέγον κοινωνικό παρόν, σταθμίζοντας συνάμα την αυτογνωσία της εξωστρεφούς ροπής του και επιχειρώντας το σπάσιμο των τειχών του περίκλει στου σύμπαντος του εγωτικού υποκειμένου. Η κρίση, λοιπόν, προσδιόρισε ένα πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον και συνάμα ένα πεδίο πολλαπλών εντάσεων λίγο πολύ αναπόδραστα από όλους και όλες και αναμφίβολα μαρτυρείται ως κοινή θεματική περιοχή στο έργο των νέων ποιητών και ποιητριών. Αλλά δεν έχει, κατά τη γνώμη μας, σημασία να αντιληφθούμε την κρίση ως όρο κοινού γραμματολογικού προσδιορισμού τους -θα ήταν αφελές να τους ονομάσουμε «γενιά της κρίσης» ή κάτι συναφές- όσο κυρίως να θεωρήσουμε την κρίση ως εκείνη τη δεσπόζουσα συνθήκη μέσα στην οποία διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό και κριτικό πεδίο της νεανικής ποίησης. Εξάλλου, το πώς ο κάθε ποιητής ή η κάθε ποιήτρια προσέλαβε την κρίση ή το κατά πόσο και με ποιους τρόπους τον επηρέασε είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται αφενός κατά περίπτωση και αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς όρους πρόσληψης που προκύπτουν από τη μεταξύ τους ηλικιακή διαφορά – με βάση τα δεδομένα αυτής της ανθολογίας, οι ηλικιακά μεγαλύτεροι, γεννημένοι το 1981, το 2009 ήταν 28 ετών, ενώ ο ηλικιακά μικρότερος, γεννημένος το 1999, την ίδια χρονιά ήταν 10 ετών.
Πρόσφορο υλικό μελέτης: ανθολογίες και κριτικά κείμενα
Η επισκόπηση του λογοτεχνικού και κριτικού πεδίου γύρω από την ποίηση των νέων κατά την τελευταία περίπου δεκαετία, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο δραστηριοποιούνται ποιητικά, επαληθεύει ότι το έργο τους κάθε άλλο παρά πέρασε απαρατήρητο. Το γεγονός ότι στη διάρκεια 11 ετών, από το 2009 μέχρι το 2020, εμφανίστηκαν δέκα έντυπες ανθολογίες σε αυτοτελή βιβλία, ορισμένες δίγλωσσες ή πρωτοεκδεδομένες σε ξένες γλώσσες, η μία μόνο στην αγγλική γλώσσα και η μία μόνο στη γαλλική γλώσσα, ενώ επίσης υπήρξαν τρεις ανθολογίες σε λογοτεχνικά περιοδικά, παράλληλα με ανθολογικές παρουσιάσεις νέων ποιητών σε διαδικτυακά περιοδικά, δεν πρέπει να θεωρηθεί γενική απόρροια ενός ανθολογικού πληθωρισμού. Αθροίζοντας τις ανθολογίες σε αυτοτελείς εκδόσεις και στα λογοτεχνικά περιοδικά φτάνουμε στις 13 – σχεδόν μία ανθολογία ανά έτος. Ανεξάρτητα από τις δηλωμένες προθέσεις των ανθολόγων, τις δημόσιες εκδηλώσεις ή βραβεύσεις που συνδέθηκαν με τα βιβλία και τα όποια κριτήρια με τα οποία αυτά συγκροτήθηκαν, όλες οι ανθολογίες περιλαμβάνουν είτε αποκλειστικά νέους ποιητές ή και νέους ποιητές, μεταξύ ηλικιακά μεγαλύτερων ομότεχνών τους. Επίσης σε όλες τις ανθολογίες συγκαταλέγονται λιγότεροι ή περισσότεροι από τους ποιητές και ποιήτριες που έχουν επιλεγεί στην παρούσα ανθολογία. Συνεπώς, αν οι ανθολογίες συναναγνωστούν, αφενός προσφέρουν στον σημερινό αναγνώστη ένα πολύ ευρύ πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής νεανικής ποίησης, που αθροίζει αρκετές δεκάδες ποιητών και ποιητριών, και, αφετέρου, λειτουργούν ως μαρτυρία του έντονου ενδιαφέροντος για την ποίηση των νέων. Το ενδιαφέρον αυτό, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, μπορεί να αποδοθεί στη φιλική προς τους νέους διάθεση την οποία υπαγόρευσαν οι δυσμενείς ιδίως γι’ αυτούς συνθήκες της κρίσης. Συνάμα, ορισμένες τουλάχιστον από τις ανθολογίες έχουν χαρακτηριστικά που επιτρέπουν να τις αντιληφθούμε ως ένδειξη της προσπάθειας των ίδιων των νέων ποιητών και ποιητριών να αυτοοργανωθούν και να συνυπάρξουν μέσα σε ένα πολύ σύνθετο πλέον λογοτεχνικό πεδίο που, πάντως, φαίνεται να αφήνει ζωτικό χώρο για την ποίηση, λογοτεχνικό είδος που, ως γνωστόν, είναι το περισσότερο δύσκολα προσιτό από την αναγνωστική κοινότητα. Τέλος, η πλαισίωση των ποιημάτων σε ορισμένες ανθολογίες από σύντομα αλλά ενδιαφέροντα κριτικά κείμενα, όπως του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, της Μαρίας Τοπάλη και του Φάνη Παπαγεωργίου, διαμορφώνει έναν βασικό κριτικό ορίζοντα για τη συνθετική θεώρηση και αποτίμηση της ποιητικής παραγωγής των νέων. Προφανώς αυτός ο κριτικός ορίζοντας τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί και από γραπτά λίγων έστω προσώπων που προέρχονται από τον χώρο των λογοτεχνικών σπουδών, όπως η Τιτίκα Δημητρούλια και ο Βασίλης Λαμπρόπουλος. Συνεπώς, έχει ανοιχτεί ένα γόνιμο πεδίο κριτικού διαλόγου γύρω από τους σύγχρονους νέους έλληνες ποιητές και ποιήτριες.
Ορισμένες σκέψεις για τα στοιχεία κοινού προσδιορισμού
Η παρούσα ανθολογία περιλαμβάνει, όπως ήδη αναφέρθηκε, 24 συνολικά ποιητές και ποιήτριες, επιλεγμένους ανάμεσα σε δεκάδες ακόμα που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ποίησης και έχουν λιγότερο ή περισσότερο μία αναγνωρίσιμη παρουσία· επίσης, οι επιλεγμένοι εδώ ποιητές και ποιήτριες παρουσιάζονται με κατ’ ανάγκην λίγα ποιήματά τους. Γι’ αυτούς τους λόγους νομίζουμε ότι δεν έχει σημασία για τον αναγνώστη αυτής της εισαγωγής η επισήμανση ατομικών γνωρισμάτων, όσο η προσπάθεια να σκιαγραφηθεί ένας χάρτης γενικού προσανατολισμού στην ποίηση των νέων ποιητών και ποιητριών.
H συνανάγνωση των ποιημάτων της παρούσας ανθολογίας προσφέρει ένα, έστω μερικό και προφανώς διαθλασμένο μέσα από τις επιλογές των ανθολόγων, πανόραμα της ποίησης των νέων ελλήνων ποιητών και ποιητριών, το οποίο προκαλεί ερεθίσματα και τροφοδοτεί σκέψεις. Οι περισσότεροι πρόλογοι ή επίμετρα στους υπόλοιπους τόμους της ανθολογικής σειράς θέτουν το ερώτημα αν η νεανική ποίηση της κάθε γλώσσας-χώρας συνδέεται με τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες, όπως αυτές προέκυψαν από την τοπική πολιτικοκοινωνική ιστορία, με άλλα λόγια τις επί μέρους ανά χώρα, κοινωνία και κουλτούρα εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, βιωμένες από τους ποιητές. Έτσι, και από την ανάγνωση των ποιημάτων αυτής της ανθολογίας επαληθεύεται, σε γενικές γραμμές, μία τέτοια διασύνδεση.
Αυτή η διασύνδεση, εξάλλου, απασχόλησε τη σχετική με τη νεανική ποίηση κριτική που εστίασε την προσοχή της στο ζήτημα των πάσης φύσεως απηχήσεων της κρίσης στη σύγχρονή της ποιητική παραγωγή. Με άξονα τη σχέση του έργου των ποιητών και ποιητριών αφενός με τις διεθνείς και αφετέρου με τις εντόπιες εξελίξεις προσπάθησε να τους προσδιορίσει η Δημητρούλια, θεωρώντας ότι όσα συνέβησαν το 1989 σημάδεψαν ως «γενιά» τους ποιητές που εμφανίστηκαν ύστερα από το 2000 και ότι επίσης καθοριστική υπήρξε για τη διαμόρφωσή τους η επίδραση της ελληνικής κρίσης. Αν και η Δημητρούλια προσδιορίζει αυτούς τους ποιητές ως «ομάδα-γενιά-αστερισμό-συσσωμάτωση», με κύρια επιχειρήματα τη «συλλογική τους παρουσία» και τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής κατάστασης που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και την άνοδο αριστερών κομμάτων στην εξουσία, συνάμα υποστηρίζει ότι «πρόκειται για τη γενιά της εξατομίκευσης και της παγκοσμιοποιημένης κατάργησης του συλλογικού αισθήματος», άποψη που ανακαλεί τον παλαιότερο προσδιορισμό των ποιητών που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ως «γενιάς του ιδιωτικού οράματος». Η αστάθεια του προβληματισμού της Δημητρούλια προφανώς αντανακλά τη ρευστότητα του ίδιου του πρωτογενούς υλικού της έρευνάς της, το γεγονός, με άλλα λόγια, ότι εξετάζει και προσπαθεί να αποτιμήσει εποπτικά μία πολύ σύνθετη και ποικίλη εικόνα ποιητικής παραγωγής γραμμένης από ποιητές και ποιήτριες με αρκετά μεγάλες ηλικιακές διαφορές (η Δημητρούλια εξετάζει ποιητές γεννημένους στη διάρκεια 25 ετών, από το 1965 έως το 1990), σε μια περίοδο καταιγιστικών εξελίξεων και ραγδαίων αλλαγών. Αναμφίβολα ενδιαφέρον έχουν, επίσης, οι παρατηρήσεις της Δημητρούλια ως προς τα βασικά γνωρίσματα του λογοτεχνικού πεδίου που οι ίδιοι οι νέοι ποιητές και ποιήτριες οργάνωσαν ή του λογοτεχνικού πεδίου που διαμορφώθηκε γύρω από τη δεξίωση και προβολή του έργου τους: θερμή υποδοχή των νέων ποιητών και ποιητριών μετά το 2000· άνθιση των φεστιβάλ και των βραβείων· εμφάνιση νέων εκδοτικών οίκων που έδωσαν έμφαση στους νέους λογοτέχνες· διαφορετικές ως προς το παρελθόν επιλογές ή τακτικές δημόσιας προβολής του ποιητικού λόγου, όπως το καραόκε, οι περφόρμανς, οι μαραθώνιοι ποίησης, η slam poetry. Στα παραπάνω γνωρίσματα μπορούμε να προσθέσουμε την έκδοση έντυπων ή και ηλεκτρονικών περιοδικών που αφενός διευθύνονται από νέους και αφετέρου έδωσαν και δίνουν χώρο έκφρασης κυρίως σε νέους, οργανώνοντας έτσι ένα εναλλακτικό, σε σχέση με τους “παλαιότερους” και τους “κρατούντες” στον χώρο του Τύπου, πεδίο αυτοοργάνωσης και προβολής. Γενικότερα η ραγδαία διάδοση του διαδικτύου, ακόμα και ειδικότερες πλευρές του, όπως τα κοινωνικά δίκτυα, λειτούργησαν ως συντελεστικοί παράγοντες ενός πιο ανοιχτού, σε σχέση με το παρελθόν, λογοτεχνικού ορίζοντα. Από την άλλη, στον ίδιο χρόνο, οι περισσότεροι μηχανισμοί προβολής και προώθησης της νεανικής ποίησης παρέμειναν, θα λέγαμε, παραδοσιακοί ή και συντηρητικοί. Για παράδειγμα, την ίδια εποχή άνθισαν εκδοτικοί οίκοι με ποσοτικά μεγάλη παραγωγή ποιητικών βιβλίων χρηματοδοτημένων από τους συγγραφείς τους, πολλοί από τους οποίους ήταν νέοι και νέες. Επίσης τα βραβεία, οι ανθολογίες, τα φεστιβάλ κλπ. είναι κληροδοτημένα από το παρελθόν χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού θεσμού.
Σε αντίθεση με τη Δημητρούλια, που αναρωτιέται για το αν και κατά πόσο υπάρχει «γενιά» και υπό ποιες προϋποθέσεις ο όρος αυτός θα μπορούσε να είναι χρήσιμος, ο Λαμπρόπουλος κάνει ρητά λόγο για «γενιά του 2000», την οποία προσδιορίζει ειδικότερα με τον όρο «γενιά της αριστερής μελαγχολίας». Ως προς τα κριτήρια σχηματισμού του πρώτου όρου, διευκρινίζει: «Αναφέρομαι κυρίως σε άτομα που γεννήθηκαν γύρω στο 1980 αλλά συμπεριλαμβάνω ορισμένους μεγαλύτερους και νεώτερους συνοδοιπόρους τους». Προφανώς σημασία έχει κυρίως ο όρος «αριστερή μελαγχολία». Συγκεκριμένα, ο Λαμπρόπουλος γράφει αρχικά ότι «ο όρος “αριστερή μελαγχολία” […] είναι ένας ειδικός όρος πολιτικής και πολιτισμικής κριτικής. Προέρχεται από μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία που αρχίζει με τον μελαγχολικό εβραϊκό γερμανόφωνο μοντερνισμό (Φρόυντ, Βάρμπουργκ, Μπένγιαμιν, Αντόρνο) και φτάνει ώς τη σημερινή πολιτική (Μπάτλερ, Μπράουν, Τραβέρσο) και αισθητική θεωρία, που μελετά τη μελαγχολία στις τέχνες». Αλλά, ανεξάρτητα από τις καταβολές και αναγωγές του όρου «πολιτική μελαγχολία», σημασία έχει η βασιμότητά του ως εργαλείου ερμηνείας της σύγχρονης ελληνικής ποίησης: «Ο όρος αναφέρεται σε μια στοχαστική στάση απογοήτευσης με το επαναστατικό ιδεώδες η οποία αρνείται ταυτόχρονα να το απαρνηθεί διότι πιστεύει πάντα στην εξέγερση. Η στάση μπορεί να επέλθει πριν ή μετά ένα επαναστατικό γεγονός αλλά εκφράζει μια ριζική απογοήτευση από το σχετικό πρόταγμα». Ακόμα κι αν κάποιος αντιλαμβάνεται τη «στάση», όπως περιγράφεται παραπάνω, αναρωτιέται ποιο ήταν το «επαναστατικό γεγονός» στην περίοδο της ελληνικής κρίσης. Η ρητή, λοιπόν, αναφορά του Λαμπρόπουλου στην ιδεολογικοπολιτική συγκυρία του 2015, στην τότε κυβέρνηση και στο κόμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δείχνει πώς αντιλαμβάνεται το εύρος της ελληνικής αριστεράς. Στα αναφερόμενα στη σύγχρονη νεανική ελληνική ποίηση κείμενά του ο Λαμπρόπουλος εφαρμόζει ό,τι ονομάζει ελληνική «αριστερή μελαγχολία» ως εργαλείο ιχνηλάτησης μίας αμιγώς θεματικής περιοχής της νεανικής ποίησης, περιοχής στην οποία αποδίδει μία εμφανώς προσδιορισμένη ή και περιορισμένη ιδεολογική στόχευση, εκείνην της ματαιωμένης ή διαψευσμένης αλλά και διαρκώς αναγεννώμενης διάθεσης για εξέγερση. Ο όρος «αριστερή μελαγχολία», αλλά και η λογική που τον στηρίζει, είναι προφανές, στη βάση κειμενικών και πραγματολογικών στοιχείων, ότι έγινε αποδεκτός από μία τουλάχιστον ομάδα νέων ποιητών. Αναρωτιόμαστε, όμως, αν πράγματι περιγράφει και ερμηνεύει μία «μείζονα τάση» που αφορά το ποιητικό έργο τους στην πλειονότητά τους. Κατά τον Λαμπρόπουλο, η «αριστερή μελαγχολία» είναι μία «μείζων τάση» στο έργο των νέων ποιητών, η οποία προσδιορίζεται ως εξής στα επιμέρους χαρακτηριστικά της: «Λόγια και στοχαστική ποίηση της ποιητικής κρίσης· δοκιμιακή ποίηση της εγγενούς κρίσης της ποίησης· ποιητική προβληματική μετά τον θάνατο του συγγραφέα και την χρεωκοπία του φιλολογικού κανόνα· μελαγχολική ποίηση της αριστεράς κρίσης, της κρίσης της αριστεράς που επακολούθησε την επανάσταση ως τραγωδία και ως φάρσα· μεταιχμιακή και μετεωριζόμενη ποίηση που γνωρίζει καλά τι χάθηκε και αρνείται να το θάψει, να το δοξάσει, να το ξεχάσει». Αν τα παραπάνω γραφόμενα του Λαμπρόπουλου ήταν μία διακήρυξη αρχών, ένα είδος ποιητικού μανιφέστου, γραμμένου από νέους ποιητές και ποιήτριες, θα είχαν ενδιαφέρον. Υποστηριγμένα, όμως, από πρόσωπο που αφενός κατέχει «την Νεοελληνική Έδρα Κ.Π. Καβάφη στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν» και αφετέρου συστρατεύεται, από την αμερικανική όχθη του Ατλαντικού, με τους νέους έλληνες ποιητές στη δική τους «εξέγερση» – «στην εξέγερση αυτή θα τους συναντήσω κι εγώ», γράφει, οδηγώντας αυτός το άρμα της “αριστερής” κριτικής δεξίωσης του έργου τους, είναι «θέσεις» και «στάση» πλήρως εναρμονισμένα με τη θεωρητική πλαισίωση και την ιδεολογική στρατηγική ή και πολεμική του υπόλοιπου ακαδημαϊκού έργου του Λαμπρόπουλου. Εύστοχα, λοιπόν, ο Χρήστος Νάτσης κρίνει ότι η «γενιά του 2000» και η «αριστερή μελαγχολία» της είναι «βολικοί μύθοι»: «Μέγας παίκτης στην αντιπαράθεση μεταξύ εντόπιων φιλολόγων και εξωχώριων θεωρητικών, ο Λαμπρόπουλος θα χτίσει πάνω στη βάση των ποιητών του 2000 το ζων αντίβαρο στην κυρίαρχη φιλολογία. Εξ ου και προσπαθεί να βρει την αντι-γενιά του ’30, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα τον Βύρωνα Λεοντάρη σε κάτι σαν τον Σεφέρη των “αντιφρονούντων”. Εκεί που η γενιά του ’30 δρούσε ως μεταπράτης των μοντερνιστικών επιταγών, ο Λαμπρόπουλος θα επιφυλάξει στους μελαγχολικούς του ποιητές το εμπόριο της μεταστρουκτουραλιστικής θεωρίας. Με τον τρόπο αυτό ωστόσο δρα ως ένας κακός μάγειρας: αντί να σεβαστεί τα υλικά του, τους επιβάλλει την προπαρασκευασμένη συνταγή τους. Και το αποτέλεσμα σε κάνει να αναρωτιέσαι, ιδιαίτερα όταν σκέφτεσαι τα πλέον δραστικά δείγματα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, τι φαγητό θα έβγαινε αν ο βασιλικός δεν είχε τοποθετηθεί στην αρχή του μαγειρέματος, βγαίνοντας έτσι στο πιάτο μαύρος κι άραχλος». Έτσι αντιλαμβάνεται κανείς πώς η «αριστερή μελαγχολία» ως θεματική περιοχή της νεανικής ποίησης μπορεί να συνδέεται με σαθρές και προ πολλού φθαρμένες θεωρητικές σκαλωσιές ανόδου στο κριτικό πεδίο, όπως ο «θάνατος του συγγραφέα» και η «χρεωκοπία του φιλολογικού κανόνα». Εξάλλου, “κοινωνιολογικής” στόχευσης όροι, όπως η «αριστερή μελαγχολία», είναι ευάλωτοι και φθαρτοί, καθώς οι απρόσμενες αλλαγές του πολιτικοκοινωνικού και πολιτισμικού πεδίου τούς καθιστούν ανεπίκαιρους, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1980 με τον όρο «γενιά της αμφισβήτησης». Εν κατακλείδι, ότι υπάρχει ιδεολογική ή και πολιτική διάσταση στην ποίηση αρκετών νέων ποιητών και ποιητριών, που μπορεί ευθέως ή εμμέσως να συσχετιστεί με την αριστερά, η πολιτισμική ηγεμονία της οποίας στον χώρο της λογοτεχνίας και της κριτικής είναι γενικά γνωστή, είναι ένα πρόδηλο θεματικό στοιχείο και συνεπώς ένας κοινός κριτικός τόπος. Παράλληλα, ωστόσο, στο σύνθετο πεδίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης μπορεί εύκολα να διακρίνει κάποιος, αν το θεωρήσει εποπτικά, και στοιχεία αποκλίνοντα από εκείνα της «αριστερής μελαγχολίας», δηλαδή να βρει αισθητικώς ενεργά, στη βάση του ατομικού ταλέντου και των εξατομικευμένων επιλογών του, στοιχεία προσανατολισμένα προς τη συναισθηματική, την υπερβατική και τη μεταφυσική, την αυτοαναφορική ή τη λυρική ποίηση. Ως απόρροια των παραπάνω, λιγότερη σημασία έχει να επικεντρωθούμε στο προφανές, στο ότι η κρίση επηρέασε -όπως και αν επηρέασε καθέναν και καθεμία- τους νέους ποιητές και ποιήτριες και ότι απηχείται ποικιλοτρόπως στο έργο τους, και περισσότερη σημασία έχει να αντιληφθούμε τα ποιήματά τους ως διελκυστίνδα ανάμεσα στην εντοπιότητα και την παγκοσμιότητα ή και ως σύνθεσή τους. Η πρώτη, η εντοπιότητα, ορίζει έναν οικείο, και συνάμα λόγω των κοινωνικών εντάσεων και ανισοτήτων ανοίκειο, χώρο αναφοράς τον οποίο οι ποιητές και οι ποιήτριες προσπαθούν να αντιληφθούν ως πεδίο διαμόρφωσης της ταυτότητάς τους, με αντιφατικά στοιχεία έλξης και απώθησης. Η πατρίδα παραμένει για τους περισσότερους, όπως συνέβαινε και στην παλαιότερη ποίηση του 20ού αιώνα, ιδίως τη μεταπολεμική, μία έννοια-εστία διαρκούς αναστοχασμού και ένα βίωμα κατά βάση τραυματικό. Η παγκοσμιότητα, από την άλλη, λειτουργεί ως ο σύγχρονος καταλύτης της ανθρώπινης εμπειρίας, μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, με τη διάχυση των νέων τεχνολογιών και ιδίως του διαδικτύου και την κατακόρυφη αύξηση των ταξιδιών, κυρίως των νέων. Προς την κατεύθυνση μιας ποιητικής παγκοσμιότητας δείχνει και ο πολύ ανοιχτός ορίζοντας του διαλόγου των ποιητών και των ποιητριών λιγότερο με ομόγλωσσούς τους ομότεχνους και περισσότερο με τους πολύ γνωστούς ποιητές της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης του 19ου και του 20ού αιώνα, τάση που προφανώς ενισχύεται και από την πολυγλωσσία των νέων σήμερα. Ο διάλογος αυτός όχι μόνο φαίνεται μέσω ρητών αναφορών αλλά και διαφαίνεται μέσω του γενικότερου εκφραστικού κλίματος της νεανικής ποίησης.
Όσον αφορά, ειδικότερα, στη γραμμένη από γυναίκες ποίηση είναι εμφανή και διακριτά τα θεματικά και διακειμενικά στοιχεία που συνδέονται με την έμφυλη συνείδηση. Από την άποψη αυτή, οι νέες γυναίκες ποιήτριες συνεχίζουν δημιουργικά στη γραμμή της παράδοσης που διαμόρφωσαν οι ποιήτριες της γενιάς του 1970. Οι πολλές και σημαντικές ποιήτριες εκείνης της γενιάς, που πρέσβευαν συνολικά τη γυναικεία σεξουαλική και κοινωνική χειραφέτηση, επαναπροσδιόρισαν, κυρίως ως προς το περιεχόμενό της, τη γραμμένη από γυναίκες ποίηση και, επομένως, αναβάθμισαν τη σχέση των αναγνωστών μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν η άμβλυνση σε σημαντικό βαθμό της συμβατικής, αλλά λανθανόντως αξιολογικής (εις βάρος των γυναικών), διάκρισης της ποίησης, και γενικότερα της λογοτεχνίας, σε ανδρική και γυναικεία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν άλλαξαν βεβαίως πολλά πράγματα γενικότερα στο πολιτισμικό πεδίο, συνεπώς και στη λογοτεχνία, ως προς τη σχέση και την ταυτότητα των φύλων. Σήμερα ούτε υφίσταται ουσιαστικά ούτε κανείς υποστηρίζει ότι υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε γραμμένη από γυναίκες και γραμμένη από άντρες λογοτεχνία. Πάντως, η διακριτή τάση των νέων γυναικών ποιητριών να γράψουν ποίηση με έμφυλη συνείδηση δείχνει την ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού τους σήμερα σε σχέση με μία καταγωγική μνήμη που ανακαλεί μία απαράγραπτη αλήθεια: το να είσαι γυναίκα δια μέσου της ποιητικής γραφής δεν ήταν εύκολο· συνεπώς, το ίδιο ζήτημα εξακολουθεί να λειτουργεί ως εστία αναστοχασμού.
Εύστοχα ο Χέλμουτ Α. Νίλτερλε, στον πρόλογο της Ανθολογίας των νέων Αυστριακών ποιητών, επισημαίνει ότι οι νέοι ποιητές και ποιήτριες βρίσκονται αντιμέτωποι με την πρόκληση του «ψηφιακού φασισμού» (θα προτιμούσαμε, πάντως, τον όρο ψηφιακός ολοκληρωτισμός). Συγκεκριμένα, κάνει λόγο για «μια απάνθρωπη πρακτική που εξυπηρετεί μηχανισμούς παρακολούθησης, την οποία δεν θα τολμούσαν ούτε καν να ονειρευτούν δικτατορίες που έχουν εξαφανιστεί πια από τον χάρτη». Αυτός ο ολοκληρωτισμός συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, συνεπώς και στην Ελλάδα, όπου η διάδοση των ψηφιακών τεχνολογιών και των fake news οδηγούν προς «μεταδημοκρατικές συνθήκες». Το πολιτικοκοινωνικό παρόν, λοιπόν, στιγματισμένο από προβλήματα παγκόσμιας πλέον τάξης – αυτή η εισαγωγή γράφεται τη στιγμή που μαίνεται ένας πόλεμος στην Ευρώπη, θέτει τους όρους για μιαν ακόμα ταλάντωση που παρατηρούμε στα ποιήματα. Εκείνη ανάμεσα σε μια ποίηση κοινωνικών ανησυχιών ή και προβληματισμού, από τη μια μεριά, και σε μια ποίηση περιχαράκωσης στην ιδιωτική περιοχή, από την άλλη. Η θεματοποίηση ζητημάτων όπως η παρούσα ιδεολογικοπολιτική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, όπως και των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η βία, η οικονομική μετανάστευση, οι κοινωνικές ανισότητες, δείχνει μία εγρήγορση αντίδρασης σε ακανθώδη ερεθίσματα, η οποία φαίνεται να γεννιέται περισσότερο από τη σύγκλιση των προσωπικών αγωνιών και λιγότερο από συντεταγμένη σε συλλογικότητες ιδεολογική θέση. Γι’ αυτό και η γενίκευση αυτής της αγωνίας με το εμφανώς ιδεολογικό πρόσημο της «αριστερής μελαγχολίας», όπως επισημάνθηκε παραπάνω, επιχειρεί μία ιδεολογική ομογενοποίηση της ποιητικής παραγωγής με όρους αναντίστοιχους με τη σημερινή ρευστή ιδεολογική κατάσταση. Αυτή η παρατήρηση δεν παραβλέπει, βεβαίως, ότι ορισμένοι ποιητές, και ανάμεσα στους εδώ ανθολογημένους, δραστηριοποιούνται ενεργά στον δημόσιο χώρο και λόγο με όρους που επιτρέπουν να τους ονομάσουμε αριστερούς, όταν εξάλλου οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Αλλά πρόκειται μάλλον για διακριτές περιπτώσεις, ενδιαφέρουσες ακριβώς επειδή εμφανίζονται και δρουν μετά από μία περίοδο αποσύνδεσης της ποιητικής λειτουργίας από την ιδεολογική στράτευση. Από την άλλη πλευρά, εμφανής είναι στα ποιήματα και η θεματική της ιδιωτικής περιοχής. Έτσι ισχύουν και για τα ποιήματα των ποιητών της παρούσας ανθολογίας, όσα επισημαίνει ο Λευτέρης Παπαλεοντίου στην εισαγωγή του στην Ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών: «Τους νέους ποιητές ενδιαφέρουν κυρίως προσωπικά θέματα του ιδιωτικού χώρου· ο εσωτερικός άνθρωπος με τις ανησυχίες, τις ψυχικές μεταπτώσεις και τα αδιέξοδά του – έστω κι αν τα θέματα αυτά ξανοίγονται στην περιοχή του συλλογικού γίγνεσθαι, καθώς απασχολούν τον οικουμενικό άνθρωπο». Τα ιδιωτικής φύσης και διαχρονικής εμβέλειας θέματα, λοιπόν, του οικουμενικού ανθρώπου υπάρχουν στην ποίηση των Ελλήνων, όπως και των ευρωπαίων νέων, λειτουργώντας ως η αναπόφευκτη κοινή συνισταμένη της ποίησης· με άλλα λόγια, ως η έκφραση της ανθρώπινης κατάστασης, στην εποχή μετά το (πολυθρύλητο) τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας, πέρα από τα σύνορα των γλωσσών, των τόπων, των εξατομικευμένων επιλογών και εμπειριών: η επιθυμία του έρωτα ή ο φόβος του θανάτου είναι, στον βαθύτερο πυρήνα τους, παντού και για όλους/όλες τα ίδια.
Ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του ψυχοσυναισθηματικού τόνου των ποιημάτων, που μεταβάλλεται από την τρυφερότητα των καλών αισθημάτων μέχρι τον επιθετικό κυνισμό, οι επιλογές της τεχνοτροπίας και της γλώσσας, στον βαθμό που αυτές μπορούν να ανιχνευθούν μέσω του κειμενικού corpus αυτής της ανθολογίας, τείνουν κυρίως προς το λιτό και χαμηλότονο ύφος, απόρροια μάλλον της εδραιωμένης αντίληψης ότι η αναγνωστική απήχηση και η κοινωνική δραστικότητα της ποίησης είναι αμελητέες. Η έντονη αίσθηση παράλογου, σε συνδυασμό με τη γλωσσική απορρύθμιση, που διαχέονται σε αρκετά ποιήματα λιγότερο μπορεί να συνδεθεί με την παράδοση του μοντερνισμού και περισσότερο με μια σύγχρονη αντίληψη ότι ο κόσμος και η πραγματικότητά του γίνονται ολοένα και πιο χαοτικά, μέχρι την απουσία νοήματος. Ροπή προς τον μεταμοντερνισμό; Πιθανόν. Τέλος, η υποστηριζόμενη ή και επιχειρούμενη από μία μειοψηφία ποιητών ενδιαφέρουσα τάση για την επαναχρησιμοποίηση των αυστηρά έμμετρων μορφών είναι, συνάμα, περιθωριακή, αν κριθεί με γνώμονα τη γενικώς επικρατούσα μορφολογική εικόνα της σύγχρονης νεανικής ποίησης. Αυτή η γενική μορφολογική εικόνα δείχνει τη συνθετότητα των επιλογών, με την παράλληλη χρήση του ελεύθερου στίχου, του στίχου-παράγραφου και της πεζόμορφης ποιητικής φόρμας ή και του μεταξύ τους συνδυασμού στα ίδια ποιήματα. Παράλληλα με τις αναζητήσεις που επικεντρώνονται στους τυπογραφικούς πειραματισμούς και στην οπτικοποίηση του ποιητικού κειμένου, διαπιστώνουμε την ολοένα και εντονότερη υπονόμευση ή και υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη. Η ποίηση, λοιπόν, είναι πλέον ένα εντελώς ανοικτό κειμενικό είδος και αυτό αποτυπώνεται και στη μορφολογική εικόνα της.
Αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμποσούνται όλα τα παραπάνω, αυτό είναι ότι η ποίηση, νεανική και μη, είναι ουσιαστικά μία, ενιαία και αδιαίρετη, καθώς συνεχίζει και θα συνεχίσει τον μοναχικό δρόμο της, δίπλα στην πλημμυρίδα της πεζογραφίας, ως έκφραση της ανάγκης, εν προκειμένω της ανάγκης του πιο δυναμικού πυρήνα της, των νέων δημιουργών της, για την όσο το δυνατόν πιο συμπυκνωμένη και στοχαστική έκφραση της ανθρώπινης κατάστασης.
Ευριπίδης Γαραντούδης – Σοφία Κολοτούρου
1 Βλ., π.χ., τις ενδιαφέρουσες μελέτες του πρόσφατου βιβλίου (πρακτικά του ομώνυμου συνεδρίου) Μεταπολίτευση 1974-1981. Λογοτεχνία και πολιτισμική ιστορία, Επιμέλεια Γιάννης Δημητρακάκης, Αναστασία Νάτσινα, Ρέθυμνο, Εκδόσεις της Φιλοσοφικής Σχολής. Πανεπιστήμιο Κρήτης 2021, όπου, πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ υπάρχουν αρκετές μελέτες για την πεζογραφία, δεν υπάρχει ούτε μία μελέτη αποκλειστικά αναφερόμενη στην ποίηση της εξεταζόμενης περιόδου.
2 Βλ. σχετικά Ευριπίδης Γαραντούδης, «Μεταπολεμικοί ποιητές», στο βιβλίο Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν… Η ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα, Επίτομη ανθολογία, Ανθολόγηση – Πρόλογος Δώρα Μέντη, Εισαγωγικά σημειώματα Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Gutenberg 2016, σ. 275-301.
3 Για τους ποιητές της μεταπολίτευσης και τους σχετικούς με αυτούς γενεαλογικούς όρους, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ποιητές της μεταπολίτευσης», στο βιβλίο Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν… Η ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα, Επίτομη ανθολογία, Ανθολόγηση – Πρόλογος Δώρα Μέντη, Εισαγωγικά σημειώματα Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Gutenberg 2016, σ. 487-512.
4 Βλ. K.Θ. Δημαράς, «Φιλολογικές γενεές», Tο Bήμα, 23 Oκτωβρίου 1983. Bλ. ακόμη τον προβληματισμό του Δημαρά πάνω στο ίδιο θέμα στο άρθρο του, «Συλλογικά φαινόμενα της παιδείας. (Γενεές-ρεύματα)», Eποχές, τχ. 24, Aπρίλιος 1965, σ. 17-21.
5 Bλ. Robert Escarpit, Sociologie de la litterature, Paris, Presses Universitaires 1958. Σε ελληνική μετάφραση: Kοινωνιολογία της λογοτεχνίας, Μετάφραση Δ.Π. Ποταμιάνου, Aθήνα, Zαχαρόπουλος 1973. Ο Αλέξανδρος Aργυρίου, απαντώντας σε επιστολές των ποιητών Δημήτρη Δούκαρη και Τάκη Kαρβέλη, Διαβάζω, τχ. 25, Nοέμβριος 1979, σ. 11, δήλωσε την πλήρη αντίθεσή του στην ανά δεκαετία γενεαλόγηση της λογοτεχνίας, περιοδολόγηση την οποία έκρινε ισοπεδωτική. Oρισμένες καίριες παρατηρήσεις για τις αρνητικές επιπτώσεις του μεταπολεμικού γενεαλογικού πληθωρισμού έκανε ο Nικήτας Παρίσης, «O νεότερος ποιητικός μας λόγος. Tα αδιέξοδα της γραμματολογίας και μερικά θεμιτά ερωτήματα», H Λέξη, τχ. 99-100, Nοέμβριος-Δεκέμβριος 1990, σ. 741-747.
6 Για τις επιφυλάξεις μου όσον αφορά στη γενεαλόγηση της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ποίησης, βλ. το επίμετρο «H νεότερη ελληνική ποίηση (1980-1997)» στο βιβλίο μου Aνθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 1980-1997. Oι στιγμές του νόστου, Aθήνα, Eκδόσεις Nεφέλη 1998, σ. 193-298: 193-216.
7 Βλ. την πρόσφατη συστηματική μονογραφία πάνω στο θέμα του Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου, Η έννοια της «γενιάς» στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2019.
8 Βλ. Ανθολογία ποίησης της γενιάς του ’90. Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς, Αθήνα, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2002. Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις στην εισαγωγή της Αγγελικής Κωσταβάρα (σ. 11-21).
9 Βλ. σχετικά το κείμενο: Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ποίηση και κρίση», Ο Αναγνώστης. Περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες, τχ. 1, Νοέμβριος 2014, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, σ. 140-150.
10 Καταγράφονται κατά τη χρονολογία έκδοσής τους: 1) Hellenica [Η Ελλάδα εκτός Ελλάδας]. Το καινούργιο εντός ή πέραν της γλώσσας. Ανθολογία νέων ελλήνων ποιητών / Hellenica [Greece outside Greece]. Novelty within or beyond language. Anthology of young greek poets, Εισαγωγή Αλέξης Ζήρας / Introduction Alexis Ziras, Αθήνα / Athens, Εκδόσεις Γαβριηλίδης / Gavrielides Publications 2009, σσ. 282 [Περιλαμβάνονται 33 ποιητές και ποιήτριες]. 2) 30 έως 30: Τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών. Ένα τοπίο της νέας ποίησης, Επιλογή Γιώργος Μπλάνας, Ντίνος Σιώτης, [Αθήνα], Κοινωνία των (δε)κάτων 2010, σσ. 135 [Στον κολοφώνα: Δεκέμβριος 2011, σύντομη εισαγωγή του Μπλάνα, περιλαμβάνονται 30 ποιητές και ποιήτριες]. 3) Poètes grecs du 21e siècle, Choisis, traduits et présentés par Michel Volkovitch, Volume 3, Athènes, Le miel des anges 2015, σσ. 186 [Περιλαμβάνονται 20 ποιητές και ποιήτριες]. 4) Futures: Poetry of the Greek Crisis, London, Penned in the Margins 2015, σσ. 200 [Ανθολόγηση και μετάφραση ποιημάτων: Θοδωρής Χιώτης, περιλαμβάνονται 36 ποιητές και ποιήτριες]. 5) Μέτρα λιτότητας. Ανθολογία ποίησης, Εισαγωγή-ανθολόγηση-επιμέλεια Karen van Dyck, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα 2017, σσ. 281 [Πρώτη, δίγλωσση έκδοση: Austerity measures, Penguin 2016 και New York Review Books 2017, περιλαμβάνονται 49 ποιητές και ποιήτριες]. 6) 35 under 35. 35 ποιητές κάτω των 35 διαβάζουν ποιήματά τους, Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού – Διεύθυνση Γραμμάτων 2018, σσ. 102 [Έκδοση εκτός εμπορίου, με αφορμή την εκδήλωση του Υπουργείου Πολιτισμού στην Αυλή του Νομισματικού Μουσείου, τον Απρίλιο του 2018, με τίτλο «35 ποιητές κάτω των 35», στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Βιβλίου, συντονισμός εκδήλωσης: Σωκράτης Καμπουρόπουλος]. 7) Ξύπνησα σε μια χώρα. Ελληνική ποίηση σε ενεστώτα χρόνο / I woke up in a country. Greek poetry at the present time, Μετάφραση: Χριστιάνα Μυγδάλη, Επιμέλεια: Μάνια Μεζίτη, Συντακτική ομάδα: Ειρήνη Μαργαρίτη, Φάνης Παπαγεωργίου, / Translated by Christiana Mygdali, Edited by Mania Meziti, Editorial team Eirini Margariti, Fanis Papageorgiou, Αθήνα / Athens, Ίδρυμα Ρόζα Λούξενμπουργκ / Rosa Luxemburg Stiftung 2019, σσ. 173 [Περιλαμβάνονται 50 ποιητές και ποιήτριες, η ανθολογία διατίθεται διαδικτυακά: https://rosalux.gr/sites/default/files/publications/poihsh_final_web.pdf]. 8) Εγχειρίδιο νέας ποιητικής. Εκλογή 15 νέων ποιητών, Εισαγωγή-ανθολόγηση Σωτήρης Παστάκας, Θεσσαλονίκη, Ρώμη 2019, σσ. 210. 9) Ποίηση με πείσμα, Εισαγωγή ανθολόγηση Μαρία Τοπάλη, [Αθήνα], Αντίποδες 2020, σσ. 220 [Ελληνική έκδοση της ανθολογίας Dichtung mit Biss, που επιμελήθηκε η Μαρία Τοπάλη, μετέφρασε ο Torsten Israel, και εξέδωσαν στα γερμανικά οι εκδόσεις Romiosini το 2018, περιλαμβάνονται 56 ποιητές και ποιήτριες]. 10) Κρατικά λογοτεχνικά βραβεία. Βραβείο ποίησης 2010-2018. Ανθολογία, ΙΙ. Ποίηση, Ανθολόγηση-Επίμετρο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Γενική Γραμματεία Σύγχρονου Πολιτισμού, Γενική Διεύθυνση Σύγχρονου Πολιτισμού, Διεύθυνση Γραμμάτων 2020, σσ. 231 [Περιλαμβάνονται 20 ποιητές και ποιήτριες, η ανθολογία διατίθεται διαδικτυακά: https://www.culture.gov.gr/DocLib/dgr_ANTHOLOGIA_POIHSHS.pdf].
11 Βλ. «Αφιέρωμα στη νεότερη ελληνική ποίηση. Μέρος πρώτο. Εισαγωγή – επιμέλεια: Χάρης Βλαβιανός», Ποιητική, τχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2012, σ. 146-189 [Περιλαμβάνονται 11 ποιητές και ποιήτριες] και «Αφιέρωμα στη νεότερη ελληνική ποίηση. Μέρος δεύτερο. Εισαγωγή-επιμέλεια: Χάρης Βλαβιανός», Ποιητική, τχ. 10, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2012, σ. 108-193 [Περιλαμβάνονται 16 ποιητές και ποιήτριες]. «25 δήγματα σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Επιμέλεια-Ανθολόγηση: Αχιλλέας Κατσαρός», Οδός Πανός, τχ. 172, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016, σ. 104-143. «Η νέα ποίηση: 34 ποιητές έως 35 ετών. Επιμέλεια Κλεοπάτρα Λυμπέρη», Poetix, τχ. 21, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2019.
12 Βλ., π.χ., τη διαδικτυακή ανθολογία «Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα. Διαρκής ποιητική ανθολογία 2000-2020», με ανθολόγους τον Θανάση Γαλανάκη και τον Αλέξανδρο Κορδά αρχικά, στη συνέχεια μόνο τον Γαλανάκη στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον (https://neoplanodion.gr/).
13. Βλ. κυρίως «Νέοι ποιητές στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα», στον τόμο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, Επιμέλεια Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και Μουσείο Μπενάκη 2012, σ. 403-418 και «Η ποίηση της νέας χιλιετίας ή η δοκιμασία του καινούργιου. Απολογισμός μιας δεκαπενταετίας», Τα ποιητικά, τχ. 25, Μάρτιος 2017, σ. 1-5. Σχετικά μελετήματα και βιβλιοκρισίες της Δημητρούλια έχουν αναδημοσιευτεί από την ίδια στις ιστοσελίδες https://auth.academia.edu/TitikaDimitroulia και https://www.dimitroulia.gr/.
14 Τα κείμενα του Λαμπρόπουλου, επικεντρωμένα στις απόψεις του περί «γενιάς του 2000» ή γενιάς της «αριστερής μελαγχολίας», ελληνόγλωσσα και αγγλόγλωσσα, είναι συγκεντρωμένα στο blog του: https://poetrypiano.wordpress.com/. Αρκετά έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα ή στο ελληνόγλωσσο διαδίκτυο, ιδίως στο περιοδικό Χάρτης τα τελευταία δύο χρόνια (βλ. https://www.hartismag.gr/basilhs-lampropoylos). Τα βασικότερα κείμενα του Λαμπρόπουλου είναι: «Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000», Θράκα, τχ. 8, Καλοκαίρι 2017, σ. 36-62 (μετάφραση, από τον Δ.Ι. Τσουμάνη, αγγλόγλωσσου κειμένου) (ηλεκτρονική αναδημοσίευση: https://thraca.gr/2018/12/2000_15.html) και «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα», Τα ποιητικά, τχ. 26, Ιούνιος 2017, σ. 1-7 (ηλεκτρονικά προσβάσιμο στο http://bit.ly/2t1Enn5).
15 Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα», Τα ποιητικά, ό.π., σ. 2.
16 Ό.π., σ. 1-2.
17 Ό.π., σ. 2.
18 Στη συνέντευξή του στον Θάνο Γώγο, «Ελληνική Ποιητική Γενιά του 2000», Βαβυλωνία, τχ. 20, Μάιος 2018, σ. 66-70, προσβάσιμο στο διαδίκτυο: https://sites.lsa.umich.edu/vlambropoulos/wp-content/uploads/sites/718/2019/05/lambropoulos_2018_sinentefxi-vassilis-lambropoulos_i-elliniki-piitiki-yenia-tou-2000.pdf, ο Λαμπρόπουλος, μεταξύ άλλων, προσθέτει για την «αριστερή μελαγχολία»: «Ο όρος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής από τη δεκαετία του 1990, μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού συστήματος, για να χαρακτηρίσει εκείνους που απελπίστηκαν από τη χρεωκοπία των συγκεκριμένων καθεστώτων αλλά παραμένουν πιστοί σε αριστερές αξίες. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνους που αισθάνονται προδομένοι από την κυβέρνηση Συριζανέλ αλλά δεν απαρνούνται τις αρχές που κινητοποίησε η άνοδος του αριστερού κόμματος. Εγώ τον χρησιμοποιώ για να τονίσω ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής γενιάς του 2000, το ότι η γραφή της έχει παραμείνει ανυποχώρητα και ανέλπιδα αριστερή, γνωρίζοντας από παλιά πως το αριστερό κόμμα, όσο δυναμώνει, τόσο θα συμβιβάζεται».
19 Ό.π., σ. 2-3.
20 Βλ. ό.π., σ. 1.
21 Χρήστος Νάτσης, «“Αριστερή μελαγχολία” και “γενιά του 2000” στη σύγχρονη ποίηση: Δύο βολικοί μύθοι», Unfollow, Ιούλιος 2017, προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://unfollow.com.gr/print-edition/aristeri-melagxolia-kai-genia-tou-2000-sti-sigxroni-poiisi-dio-volikoi-mithoi/.
22 Ανθολογία νέων Αυστριακών ποιητών, Ανθολόγηση: Χέλμουτ Α. Νίντερλε, Ελισάβετ Έρλερ, Μετάφραση: Κατερίνα Λιάτζουρα, Πρόλογος: Χέλμουτ Α. Νίντερλε, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν 2019, σ. 8.
23 Ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών, Ανθολόγηση-επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν 2018, σ. 15.